Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2022, όταν πια είχε διαφανεί ότι η αναθεωρημένη πρόταση του private equity fund Lone Star, σε τιμή 1,51 ευρώ ανά μετοχή για την Τράπεζα Κύπρου δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, μεταξύ των μετόχων της, σε Λευκωσία, Φρανκφούρτη και Αθήνα γνώριζαν ότι είχε τελειώσει ο πρώτος γύρος.
Η τράπεζα είχε αποφύγει την επίλυση του μετοχικού της αδιεξόδου με όρους distressed deal, μεταθέτοντάς το στο προσεχές μέλλον και σε εμφανώς καλύτερες αποτιμήσεις για τους μετόχους. Η άνοδος των επιτοκίων, που ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα με το φλερτ της Lone Star, προοιωνίζονταν για το συγκρότημα περίοδο «παχεών αγελάδων» στα καθαρά έσοδα από τόκους, την κερδοφορία και την απόδοση επί των ενσώματων κεφαλαίων, λόγω ευρείας καταθετικής βάσης, υπερσυγκέντρωσης στην τοπική αγορά και μικρής πιστωτικής επέκτασης, χάρη στην περαιτέρω άνοδο του τουρισμού.
Σήμερα δύο χρόνια μετά, τα funds που αρνήθηκαν την πρόταση της Lone Star, ενισχύοντας κάποια εξ αυτών και τις θέσεις τους, αισθάνονται ότι ήρθε η ώρα της αποεπένδυσης. Η αξία της τράπεζας έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (κεφαλαιοποίηση από τα 673,7 εκατ. με βάση το τίμημα στα 1,51 ευρώ, στα 1,874 δισ. πλέον), ο δείκτης P/TBV από το 0,43x περίπου το 2022 έχει φτάσει στο 0,77x (όταν η Alpha Bank παίζει στο 0,54x και η Πειραιώς στο 0,63x περίπου) η Κύπρου μοιράζει μέρισμα και οι εξελίξεις στο «τρίγωνο» Eurobank - Ελληνική - Eurobank Cyprus δείχνουν το δρόμο.
Το μετοχικό μπλοκ που αναζητά αγοραστές...
Η CarVal, private equity με έμφαση σε εναλλακτικές επενδύσεις και «βραχίονας» της Alliance Bernstein, το οποίο ελέγχει το 9,07% της τράπεζας και το fund Caius Capital με ποσοστό 5,58% φέρεται να έχουν αναθέσει στη Jefferies τη διερεύνηση αγοραστικού ενδιαφέροντος. Το Caius αποτελεί έναν από τους παλαιότερους μετόχους της Κύπρου, ενώ τη διαχειριστική του ομάδα «κόσμησαν» στο απώτερο παρελθόν στελέχη ελληνικής καταγωγής.
CarVal και Caius ελέγχουν, συνδυαστικά, το 14,65% της Κύπρου. Εφόσον στο σχήμα προστεθεί και η Senvest Management LLC (τρίτος μεγαλύτερος μέτοχος στην Κύπρου), η οποία αποτελεί ερωτηματικό, φτάνουν στο 23,216%. Ποσοστό που προσφέρει άλλη δυναμική στο δυνητικό αγοραστή.
Με τη μετοχή της τράπεζας στα 4,20 ευρώ, η θέση των δύο πρώτων (CarVal - Caius) αποτιμάται λίγο χαμηλότερα από 310 εκατ. ευρώ, ενώ αν προστεθεί και η Senvest διαμορφώνεται κοντά στα 485 εκατ. ευρώ. Συνεπώς με κάτι λιγότερο από 500 εκατ. ευρώ, μπορεί κάποιος να αποκτήσει το 1/4 σχεδόν της Κύπρου, αλλάζοντας άρδην τους συσχετισμούς, τόσο εντός της ίδιας της οντότητας, όσο και στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα της μεγαλονήσου.
...και η ανάγκη εξόδου των ρωσικών κεφαλαίων
Η υπόθεση γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αν συνυπολογισθεί ότι μεγαλύτερος μέτοχος της τράπεζας με ποσοστό 9,27% είναι η Lamesa Investments, συμφερόντων του Ρώσου επιχειρηματία και ολιγάρχη Victor Vekselberg, ο οποίος, άθελα του βρέθηκε με την παραπάνω μετοχική θέση, όταν τμήμα των υψηλών του καταθέσεων «κουρεύτηκε» στο bail - in του 2014, με φόντο την απορρόφηση της Λαϊκής. Μικρότερες θέσεις από την υποχρέωση ανακοίνωσης (5%) κατέχουν άλλοι Ρώσοι επιχειρηματίες.
Caius και CarVal, με ή χωρίς Senvest, αξιοποιούν το γεγονός ότι τα παραπάνω κεφάλαια έχουν εγκλωβισθεί σε παθητική μετοχική θέση και πρακτικά θα διευκολυνθούν να αποεπενδύσουν αποδεχόμενα μια δημόσια πρόταση. Ξέρουν, επίσης, ότι ο επόπτης θέλει εδώ και χρόνια να επιλυθεί το μετοχικό αδιέξοδο με τη συμμετοχή ρωσικών κεφαλαίων ως…απότοκο του bail-in.
H ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το πλαίσιο ευρωπαϊκών κυρώσεων έχουν καταστήσει ακόμη πιο σαφή το στόχο της Φρανκφούρτης για έξοδο των ρωσικών κεφαλαίων. Εδώ και χρόνια αναζητείται η κατάλληλη «μαγιά» και το προηγούμενο Ελληνικής - Eurobank δείχνει ότι δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές.
Η μέτρηση προθέσεων
O επόπτης δεν θα εμπόδιζε την ανάμειξη των ελληνικών τραπεζών στη διεκδίκηση της Τράπεζας Κύπρου, ενώ στρατηγικά μια κίνηση εκ των τριών συστημικών θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί και να ανταγωνιστεί το μπλοκ Eurobank - Ελληνική. Μένει να φανεί κατά πόσο το πρόσφατο δημοσίευμα του Bloomberg λειτουργήσει ως επιταχυντής εξελίξεων ή αν βάζει τέρμα σε μια προσπάθεια, που κυκλοφόρησε πρώιμα και δεν ήταν επαρκώς σχεδιασμένη.
Το «σοφιστικέ» μέρος της αγοράς θεωρεί βέβαιο ότι η δημοσίευση ανοίγει το παιχνίδι και θα ζήσουμε ένα θορυβώδες καλοκαίρι, που θα λειτουργήσει ως αντίστιξη στα όσα θα συμβαίνουν στη Δυτική Μεσόγειο (γαλλικές τράπεζες). Τα κουκιά, προς το παρόν, δεν βγαίνουν. Η Alpha Bank, ως έτοιμη από καιρό, διέψευσε ενδιαφέρον της για Κύπρου, αμά την (ανα)δημοσίευση του λακωνικού δημοσιεύματος Bloomberg. Έκλεισε, επομένως, το θέμα στη διάσταση και με τους όρους που αναγράφηκε.
Η Κύπρου ταιριάζει παραδοσιακά στην Εθνική. Ελλαδίτες και Κύπριοι τις αντιλαμβάνονται ως εθνικές «μπράντες» (εξέλιξη που έχει τόσο ισχυρή συμβολική σημασία, που καθίσταται μετρήσιμη παράμετρος στις αποφάσεις), έχουν αντίστοιχη δομή ισολογισμών (τεράστια πλεονάζουσα ρευστότητα) και είναι βέβαιο ότι Ελληνική και Κυπριακή Δημοκρατία έμμεσα ή άμεσα θα διατηρήσουν ένα μικρό ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου.
Η Εθνική, όμως, δεν έχει τελειώσει με την αποεπένδυση του ΤΧΣ. Η νέα διάθεση μετοχών μετατέθηκε για την περίοδο πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές (προς Σεπτέμβριο - Οκτώβριο). Η παραπάνω παράμετρος βγάζει την Εθνική στα... πιτς τουλάχιστον για μερικούς μήνες.
Τέλος, η Τράπεζα Πειραιώς δείχνει να έχει διαμορφώσει την στρατηγική της πάνω στις προοπτικές ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς, δρομολογώντας κινήσεις ενίσχυσης της παρουσίας της σε asset management, bancassurance, ενίσχυση των χορηγήσεων Λιανικής και ενίσχυση εσόδων από ακίνητα (με αξιοποίηση του τεράστιου στοκ ανακτηθέντων και περαιτέρω ενδυνάμωση της Trastor ΑΑΕΑΠ).
…και η σκληρή πραγματικότητα
Από την άλλη, όμως, τα δεδομένα είναι απλά: μέτοχοι της Κύπρου με αξιοσημείωτη, συνδυαστικά, μετοχική θέση θέλουν να πωλήσουν και δυνητικοί ενδιαφερόμενοι, που να τυγχάνουν της ευλογίας του επόπτη δεν υπάρχουν εκτός των ελληνικών τραπεζών, λόγω της μικρής και ώριμης τοπικής αγοράς. Επομένως, αυτά που σήμερα δείχνουν ως ανυπέρβλητα προσκόμματα ή διαψεύσεις, αύριο ενδέχεται να αποτελέσουν μικρές λεπτομέρειες, εφόσον οι απαιτήσεις έχουν εκλογικευτεί...
Το προφίλ της Τράπεζας Κύπρου
Τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους της Τράπεζας Κύπρου δίνουν σήμα υπέρβασης των φετινών στόχων και αναθεώρησης του business plan από τη διοίκηση ειδικά μετά το στίγμα της ΕΚΤ για βραδεία αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους παρέμειναν αρκετά συμπαγή και διαμορφώθηκαν στα 213 εκατ. ευρώ, με αρχικό στόχο την υπέρβαση 670 εκατ. ευρώ, με την τράπεζα να δουλεύει με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) στο 3,7% ελαφρώς υψηλότερο έναντι αυτού στα τέλη του 2023.
Παράλληλα, διαθέτει ισχυρή πλεονάζουσα ρευστότητα ύψους 7,3 δισ. ευρώ μετά και την αποπληρωμή 1,7 δισ. σε γραμμές TLTRO (υπόλοιπο 0,3 δισ. ευρώ), με δείκτη LCR (δείκτης κάλυψης ρευστότητας) υψηλότερο από αυτόν της Εθνικής στο 315% (έναντι 249% για τη δεύτερη). Ο δείκτης CET1 και ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (υπολογισμένοι για εποπτικούς σκοπούς) ανήλθαν στο 17,1% και 22% αντίστοιχα.
Ως προς την καταθετική της βάση, η Τράπεζα Κύπρου διαθέτει υψηλό μείγμα προθεσμιακών που παραμένει ωστόσο σημαντικά χαμηλότερα από το πλάνο της διοίκησης. Συγκεκριμένα, στο πρώτο τρίμηνο αυξήθηκαν ελαφρώς στο 33% του συνολικού μείγματος (6,3 δισ. έναντι συνόλου 19,3), έναντι 32% και 30% στα προηγούμενα δύο, με το αρχικό πλάνο της διοίκησης να κάνει λόγο για αύξηση στο 45% μέχρι τα τέλη του έτους.
Παρά το υψηλό κόστος των προθεσμιακών (87 μονάδες βάσης) με μετακύλιση στο 22% (το business plan υποθέτει μέσο επίπεδο μετακύλισης των επιτοκίων στο 40% για φέτος) το συνολικό κόστος των καταθέσεων διαμορφώνεται στις 29 μονάδες βάσης. Η πιστωτική επέκταση παραμένει σε μια δυναμική τροχιά, με ένα ακόμη τρίμηνο νέων εκταμιεύσεων ύψους 676 εκατ. (αύξηση 46% σε τριμηνιαία βάση) στη βάση της εποχικής ζήτησης για επιχειρηματικά δάνεια.
Ο δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο 29% (εξαιρουμένης της επίδρασης από τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλων εισφορών) έναντι εκτίμησης της διοίκηση για 40% για φέτος, ο δείκτης NPE έφτασε στο 3,4% (φετινό guidance για 3% περίπου) με επίπεδο κάλυψης στο 77% και το κόστος κινδύνου υποχώρησε περαιτέρω στις 27 μονάδες βάσης.
Ο δείκτης ROTE διαμορφώθηκε στο 23,6% ή 29,1% για δείκτη CET1 στο 15% (η διοίκηση βλέπει ROTE άνω του 16% για CET1 στο 15% και μέσο DFR στο 2,2% για το 2025), στοχεύοντας σε μια προοδευτική αύξηση της διανομής επί των κερδών στο 30% - 50%, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών διανομών και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων.