Ένα ακόμη ισχυρό σετ αποτελεσμάτων από την πλευρά των ελληνικών τραπεζών προσδοκά το consensus στη βάση μιας σειράς παραγόντων που αναμένεται να οδηγήσει τις διοικήσεις των τέσσαρων συστημικών σε μια διαδικασία ανοδικής αναθεώρησης των business plans τους.
Παράγοντας - «κλειδί - που κρίνει την ένταση των αναθεωρήσεων είναι ο ρυθμός αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, με τους αναλυτές να συγκλίνουν προς μία μείωση ανά τρίμηνο (Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο) φτάνοντας κατά συνέπεια στις τρεις για φέτος και στο 3,25%, με ακόμη τέσσερις το 2025 (στο 2,25%).
Από την άλλη, εάν ο πληθωρισμός αποδειχθεί πιο ανθεκτικός, υπάρχει το σενάριο δύο μειώσεων σε εξαμηνιαία βάση (Ιούνιος και Δεκέμβριος). Τα κομμάτια του «παζλ» ενδέχεται να συμπληρώσει η Fed, υπό το σενάριο έναρξης χαλάρωσης της πολιτικής της τον Σεπτέμβριο. Έτσι θα αποφευχθεί μια διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των δύο κεντρικών τραπεζών.
Υπό το πρίσμα λοιπόν ενός πιο αργού κύκλου μείωσης των επιτοκίων, οι αναλυτές εστιάζουν σε κρίσιμα αλληλοσυνδεόμενα επιμέρους πεδία, όπως είναι οι αντοχές των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) και του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM), η ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων, η εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης, το μέγεθος των προθεσμιακών στο συνολικό μείγμα καταθέσεων και το beta καταθέσεων. Την ίδια στιγμή θετική επίδραση αναμένεται να έχουν και οι χαμηλότερες προβλέψεις για ζημιές από δάνεια (LLPs).
- Δείτε επίσης: Οι τράπεζες: Μειώνουν τις χρεώσεις στις συναλλαγές
Η εξέλιξη του μείγματος καταθέσεων και το beta καταθέσεων είναι κομβικής σημασίας και περνούν στην πρώτη γραμμή, καθορίζοντας την πορεία διατήρησης των καθαρών εσόδων από τόκους σε πιο υψηλά από τα αρχικώς προβλεπόμενα επίπεδα, όπως και του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Η διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για μια ισχυρή και βιώσιμη κερδοφορία.
Οι αναλυτές υπολογίζουν μια μείωση της τάξεως των 20 - 40 εκατ. ευρώ περίπου στα καθαρά έσοδα από τόκους για κάθε μείωση κατά 25 μονάδες βάσης στα επιτόκια της ΕΚΤ - Euribor. Από την άλλη βέβαια, το κενό που προκύπτει φαίνεται να αντισταθμίζεται έμμεσα από το χαμηλότερο κόστος καταθέσεων, δηλαδή την πιο ήπια μετάβαση των καταθετών προς τις προθεσμιακές και το beta καταθέσεων.
Επίδραση στα καθαρά έσοδα από τόκους αναμένεται να έχουν και οι στρατηγικές αντιστάθμισης που έχουν λάβει οι τράπεζες στη βάση του κύκλου μείωσης των επιτοκίων. Εάν και εφόσον η Φρανκφούρτη ακολουθήσει μια συντηρητική προσέγγιση που εναρμονίζεται με τα business plans των τραπεζών (για μία ή δύο ακόμη μειώσεις - η μείωση του Δεκεμβρίου θα έχει αντίκτυπο στη χρήση του 2025) τότε τα hedges που λαμβάνονται θα λειτουργούν όντως αντισταθμιστικά, σε αντίθετη περίπτωση (σε πιο επιθετικές μειώσεις ή σε ακραία υψηλά επιτόκια) θα αποτελέσουν «βαρίδι».
Ορισμένες τράπεζες έχουν το IRS (interest rate swap - οι τράπεζες λαμβάνουν σταθερό επιτόκιο, ενώ πληρώνουν μεταβλητό συνδεδεμένο με το επιτόκιο της ΕΚΤ) τους σταθερό στο 3,10%, επομένως τα χαμηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι το κόστος αυτού γίνεται μικρότερο. Οι τράπεζες έχουν προχωρήσει και σε στρατηγικές κάλυψης παραγώγων έναντι των NMDs (non maturing deposits - καταθέσεις πελατών χωρίς συγκεκριμένη λήξη) κεφαλαιοποιώντας τα υψηλά, και για μεγαλύτερο χρονική διάστημα, επιτόκια.
Σημαντική παρουσία κατέχει και το «average life» του βιβλίου τους καθώς όσο μικρότερης χρονικής διάρκειας είναι τόσο γρηγορότερα μπορούν να τοποθετηθούν αντίστοιχα στην κάθε φάση του επιτοκιακού κύκλου στον οποίο βρίσκεται η οικονομία. Συνεπώς, από εδώ και στο εξής θα αρχίσουν να φαίνονται τα οφέλη της στρατηγικής της κάθε τράπεζας.
Παράλληλα, στο ζύγι μπαίνει τόσο η ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων όσο και η πιστωτική επέκταση που και πάλι συνδέονται με το μείγμα της καταθετικής βάσης. Μπορεί από τη μία η χαμηλότερη ανατίμηση στα δάνεια να έχει επίδραση στις τράπεζες, από την άλλη όμως, εάν η βάση πελατών τους δε κινηθεί πιο εκτεταμένα προς τις προθεσμιακές και η πιστωτική επέκταση «ρολάρει», όπως αναμένεται, επωφελούνται εκ νέου.
Αναλυτικότερα και στα επιμέρους κρίσιμα πεδία, το consensus των αναλυτών (Visible Alpha) αναμένει για την Eurobank τα καθαρά έσοδα από τόκους να διαμορφωθούν στα 546 εκατ. ευρώ (από 571 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο) με τα έσοδα από προμήθειες και αμοιβές στα 144 εκατ. ευρώ (από 136 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο). Τα προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη της τράπεζας αναμένει το consenus να κινηθούν προς τα 309 εκατ. ευρώ, με τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους στα 293 εκατ. και τα λειτουργικά έσοδα στα 702 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αναμένεται να υποχωρήσει σε ήπιο βαθμό προς το 2,76% από 2,87% στο πρώτο τρίμηνο, με το δείκτη FL CET1 στο 17,9% (σύμφωνα με το consensus) έναντι 17,1% στο πρώτο τρίμηνο. Οι αναλυτές υπολογίζουν τον αντίκτυπο της διανομής μερίσματος αλλά και της συναλλαγής που αφορά την Ελληνική Τράπεζα που ουσιαστικά επιβαρύνει το δείκτη CET1 σε αυτό το τρίμηνο. Η συνολική επίπτωση που υπολογίζεται πέριξ των 150 μονάδων βάσης αντισταθμίζεται εν μέρει από τις 70 μονάδες βάσης παραγωγής οργανικού κεφαλαίου. Ακόμη καλύτερη εικόνα αναμένεται στο πεδίο των NPEs και στις προβλέψεις για ζημιές από δάνεια.
Για την Εθνική Τράπεζα, το consensus αναμένει επίσης αρκετά συμπαγή καθαρά έσοδα από τόκους, στα 578 εκατ. ευρώ, από 606 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο, ενώ και τα έσοδα από προμήθειες αναμένεται να κινηθούν σε ανάλογα επίπεδα με αυτά του πρώτου τριμήνου στα 101 εκατ. ευρώ. Οι αναλυτές αναμένουν από την άλλη, χαμηλότερα έσοδα από trading, κοντά στα 14 εκατ. ευρώ, έναντι 55 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο. Τα αναλογούντα κέρδη μετά φόρων της τράπεζας, σύμφωνα με το consensus αναμένεται να προσεγγίσουν τα 303 εκατ. ευρώ και τα συνολικά έσοδα τα 693 εκατ. ευρώ. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αναμένεται να υποχωρήσει σε ήπιο βαθμό προς το 3,18% από 3,29% στο πρώτο τρίμηνο, με το δείκτη FL CET1 στο 18,8% (σύμφωνα με το consensus) έναντι 18,6% στο πρώτο τρίμηνο.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, τα καθαρά έσοδα από τόκους εκτιμάται πως θα διαμορφωθούν στα 505 εκατ. ευρώ, έναντι 518 στο πρώτο τρίμηνο, με τα έσοδα από προμήθειες και αμοιβές στα 136 από 145 εκατ. ευρώ. Τα συνολικά έσοδα της τράπεζας αναμένεται να ενισχυθούν στα 665 εκατ. ευρώ από 592 εκατ. Ενισχυμένα, αναμένεται να είναι και τα καθαρά κέρδη της τράπεζας, που το consensus, τα υπολογίζει στα 265 εκατ. ευρώ (από 233 στο πρώτο τρίμηνο). Και σε αυτό το τρίμηνο η τράπεζα «δούλεψε» με υψηλό επιτοκιακό περιθώριο, που υπολογίζεται στο 2,63% (NIM - μέσα assets) από 2,69%, με το δείκτη FL CET1 να φτάνει στο 14% από 13,6% στο πρώτο τρίμηνο.
Όπως και στις υπόλοιπες τρεις, έτσι και στην Alpha Bank, το consensus αναμένει αρκετά συμπαγή καθαρά έσοδα από τόκους που θα διαμορφωθούν στα 412 εκατ. ευρώ, έναντι 420 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο. Αντίθετη πορεία για έσοδα από προμήθειες και αμοιβές και έσοδα από trading καθώς τα πρώτα θα ενισχυθούν ελαφρώς προς τα 100 εκατ. ευρώ και τα δεύτερα αναμένεται να υποχωρήσουν προς τα 11 από 38 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο. Τα καθαρά κέρδη της τράπεζας αναμένεται να προσεγγίσουν τα 190 εκατ. ευρώ, με μερίδα αναλυτών να εντάσσει και τον αντίκτυπο συναλλαγής NPA και άλλες προσαρμογές ύψους περίπου 15 εκατ. ευρώ. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,23% από 2,27% (NIM - μέσα assets), σύμφωνα με το consensus, ενώ ο δείκτης FL CET1 εκτιμάται πως θα φτάσει το 15,3% από 14,9%. Περαιτέρω αποκλιμάκωση αναμένεται στο δείκτη NPE, με το επίπεδο κάλυψης να παραμένει πέριξ του 46%.