Παρατηρήσεις και προτάσεις κατέθεσαν την Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024 προς την Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φοροτεχνικών Ελευθέρων Επαγγελματιών (Π.Ο.Φ.Ε.Ε.), επί του σχεδίου Nόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής και άλλες διατάξεις» κατά την συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής στην οποία συμμετείχε εκπροσωπώντας και την ΓΣΕΒΕΕ ο Πρόεδρος της ΠΟΦΕΕ, κ. Βασίλης Καμπάνης.
Στην παρέμβαση που έγινε σημειώθηκε ότι το ψηφιακό τέλος αποτελεί απλώς μια ανανέωση του παρωχημένου τέλους χαρτοσήμου, που θεσπίστηκε το 1836, και έχει καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό δεν συνάδει με τη διακηρυγμένη πολιτική της Κυβέρνησης για μείωση των φόρων. Αντίθετα, προστίθεται στις αυξανόμενες επιβαρύνσεις που ήδη αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους.
Εκτενή αναφορά έγινε στο άρθρο 20 του νομοσχεδίου, όπου επανέρχεται ουσιαστικά η υποχρέωση καταβολής ενός έμμεσου φόρου στις συνδρομές στα επαγγελματικά επιμελητήρια, ενώσεις, συλλόγους και σωματεία. Υπενθυμίστηκε ότι το τέλος χαρτοσήμου δεν επιβαλλόταν μέχρι σήμερα στις εν λόγω συναλλαγές καθώς αυτές ήταν υποκείμενες σε ΦΠΑ (ανεξάρτητα εάν απαλλάσσονταν και ορθά από αυτό) που στην προκείμενη αποτελεί έναν δεύτερο έμμεσο φόρο. Αυτό το μόνο που θα πετύχει είναι τον περιορισμό της οργανωμένης ελεύθερης συλλογικής έκφρασης, ενώ ελέγχεται και για τη συνταγματικότητα του.
Το ερώτημα που τέθηκε ήταν αν θέλει η Κυβέρνηση κοινωνικούς συνομιλητές ή όχι; Υπογραμμίστηκε ότι τα σωματεία, οι ενώσεις και οι σύλλογοι αποτελούν οργανώσεις όπου η συμμετοχή είναι εθελοντική ενώ ο σκοπός τους είναι μη κερδοσκοπικός. Αρκετά, μάλιστα, από αυτά λειτουργούν χωρίς να απασχολούν μόνιμο προσωπικό. Τα μέλη τους είναι επιφορτισμένα με τις διοικητικές διαδικασίες για την λειτουργία τους. Με τη εν λόγω ρύθμιση δεν επιβάλλεται μόνο μια επιπρόσθετη επιβάρυνση επί των συνδρομών των μελών τους αλλά και μια ιδιαίτερα βαριά διοικητική διαδικασία που είναι η μηνιαία απόδοση του, η οποία μάλιστα εάν δεν πραγματοποιηθεί εμπροθέσμως, επισύρει ιδιαίτερα υψηλά πρόστιμα.
Με άλλα λόγια, από την μια μεριά περιορίζονται τα έσοδα με τα οποία καλύπτονται τα στοιχειώδη λειτουργικά κόστη των οργανώσεων αυτών, ενώ από την άλλη αυξάνεται και το κόστος συμμόρφωσης, που για αυτές τις εθελοντικές οργανώσεις είναι δυσανάλογα βαρύ. Συγκεκριμένα για τα πρόστιμα προβλέπεται ότι τόσο η μη υποβολή αρχικής δήλωσης όσο και η τροποποιητική επισύρει διοικητικά πρόστιμά ύψους 100 ή 250 ευρώ που για τις οντότητες αυτές αποτελεί ένα ιδιαίτερα δυσβάσταχτο κόστος. Με βάση τα παραπάνω ζητήθηκε η απόσυρση της συγκεκριμένης ρύθμισης.
Αναφορά έγινε και στο άρθρου 7 του νομοσχεδίου όπου επισημάνθηκε ότι το τέλος χαρτοσήμου στις μισθώσεις επαγγελματικών ακινήτων πρέπει να καταργηθεί, δεδομένου ότι επιβαρύνει περαιτέρω το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, το οποίο έχει ήδη αυξηθεί κατά 35% τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, θετικά αξιολογήθηκαν οι προβλέψεις του άρθρου 35 σχετικά με τις επιχειρήσεις που πλήττονται από ακραία καιρικά φαινόμενα, ωστόσο τονίστηκε η ανάγκη για ευρύτερη προστασία των επιχειρήσεων αυτών μέσω φορολογικών εξαιρέσεων και μέτρων στήριξης.