Περί τα 250 εκατ. ευρώ και περισσότερο από 50 εκατ. ευρώ (σε ετήσια βάση) αναμένεται να ενισχύσει τα έσοδα και τα EBITDA, αντιστοίχως του ομίλου Metlen, η νέα, μεγάλης κλίμακας επένδυση στην παραγωγή βωξίτη, αλουμίνας και γαλλίου, όπως εκτιμά η Wood.
Η επενδυτική έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό ότι, αν και σε μακροπρόθεσμη βάση, το νέο αυτό επενδυτικό πλάνο ενέχει σημαντικό «upside risk» για το επίπεδο κερδοφορίας και τα μοντέλα αποτίμησής της.
Επιπλέον, παρόλο που λείπουν κάποια σημαντικά κομμάτια του «παζλ», αλλά έχοντας μια αναμφισβήτητα συντηρητική άποψη για την ανακοινωθείσα συμφωνία, οι υπολογισμοί της Wood δείχνουν μια εκτιμώμενη αξία του νέου έργου μεταξύ 150 - 350 εκατ. ευρώ ή ανοδική αξία μεταξύ 1 - 2,5 ευρώ ανά μετοχή στη βάση της τιμής στόχου των 45,50 ευρώ. Να σημειωθεί πως η Optima ποσοτικοποιεί το μέγεθος της υπεραξίας σε επίπεδα άνω των 4 ευρώ ανά μετοχή.
Το επενδυτικό πλάνο ύψους 295,5 εκατ. ευρώ στοχεύει στην επίτευξη συνολικής παραγωγικής ικανότητας δύο εκατ. τόνων βωξίτη σε ετήσια βάση, 1.265.000 τόνοι αλουμίνας (από 865.000 τόνους σήμερα) και 50 MT Γάλλιο. Η ολοκλήρωση των εργασιών και η έναρξη της παραγωγής έχει προγραμματιστεί για το 2026 για τον βωξίτη, με την παραγωγή αλουμίνας και γαλλίου να ξεκινά σταδιακά από το 2027 και να τεθεί σε πλήρη κλίμακα έως το 2028.
Επιπλέον, όπως σημειώνει η Wood, τουλάχιστον το 1/3 του συνολικού κόστους επένδυσης των 295,5 εκατ. ευρώ ή 100 εκατ. ευρώ θα χρηματοδοτηθούν από την ΕΕ, ενώ το έργο θα μπορούσε επίσης να λάβει κρατική στήριξη, περίπου 50 εκατ. ευρώ.
Ευρύτερα, επισημαίνει πως παρά την εισαγωγή του νόμου για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (Critical Raw Materials), ο οποίος στοχεύει στη διασφάλιση της πρόσβασης της ΕΕ σε έναν ασφαλή και βιώσιμο εφοδιασμό κρίσιμων πρώτων υλών, επιτρέποντάς της να επιτύχει τους κλιματικούς και ψηφιακούς στόχους της για το 2030, δεν υπήρχε οποιαδήποτε, πρόοδος. Βέβαια, μετά το πέρας των ευρωεκλογών και την στελέχωση των οργάνων της τα πράγματα έχουν λάβει φαινομενικά μια τάση επιτάχυνσης.
Ειδικά από τότε που η Κίνα ανακοίνωσε στις 3 Δεκεμβρίου την απαγόρευση των εξαγωγών στις ΗΠΑ των κρίσιμων ορυκτών γάλλιου, γερμανίου και αντιμονίου, καθώς κλιμακώνονται οι εμπορικές εντάσεις. Το γάλλιο και το γερμάνιο αξιοποιούνται σε chips, ενώ το γερμάνιο χρησιμοποιείται επίσης σε τεχνολογία υπέρυθρων, καλώδια οπτικών ινών και ηλιακές κυψέλες (ηλιακά πάνελ - φωτοβολταϊκά). Το αντιμόνιο χρησιμοποιείται σε σφαίρες και άλλα όπλα, ενώ ο γραφίτης είναι το μεγαλύτερο συστατικό κατ' όγκο των μπαταριών των ηλεκτρικών οχημάτων. Η κίνηση έχει πυροδοτήσει νέες ανησυχίες ότι το Πεκίνο θα μπορούσε εν συνέχεια να βάλει στο στόχαστρο άλλα κρίσιμα ορυκτά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με ακόμη ευρύτερη χρήση, όπως το νικέλιο ή το κοβάλτιο.