Μονόδρομος είναι η στροφή των τραπεζών σε εργασίες που παράγουν προμήθειες, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις απώλειες στα επιτοκιακά έσοδα από τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ. Αν και ο αντίκτυπος των μειώσεων αυτών στα έσοδα από τόκους θα είναι διαχειρίσιμος φέτος, κυρίως λόγω του hedging που έχουν κάνει οι τράπεζες, από το 2026 τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα για τα επιτοκιακά έσοδα. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά τραπεζίτες στο insider.gr, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ να υποχωρεί από το 4% στο 2%, όπως αναμένεται φέτος, οι τράπεζες καταγράφουν σημαντικές απώλειες από τα έσοδα που θα είχαν καταθέτοντας την ρευστότητά τους στην ΕΚΤ: ενδεικτικά απώλειες 20 εκατ. ευρώ για κάθε 1 δισ. ευρώ κατάθεσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ευελπιστώντας να αποκομίσουν αυξημένα έσοδα τόκων από αύξηση των χορηγήσεων, οι τράπεζες ποντάρουν πιο ρεαλιστικά στο να χτίσουν τις βάσεις σε τομείς παραγωγής σταθερών εσόδων από προμήθειες τα επόμενα χρόνια, ιδίως σε τομείς όπως οι τραπεζοασφάλειες και οι επενδύσεις/διαχείριση πλούτου. Η κίνηση της Τράπεζας Πειραιώς να προχωρήσει σε αποκλειστικές διαπραγματεύσεις με το CVC για την απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής είναι τρανταχτό παράδειγμα του προσανατολισμού των τραπεζών στην παραγωγή εσόδων από προμήθειες και προδιαγράφει ανάλογες κινήσεις όλων των τραπεζών μέσα στο 2025, έτσι ώστε να έχουν χτίσει άμυνες στα έσοδά τους για το 2026 και εφεξής.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο insider.gr, οι τραπεζοασφάλειες (bancassurance) στην Ελλάδα αποτελούν το 30% της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς. Μιας αγοράς η οποία αναμένεται να κλείσει το 2024 (τα στοιχεία αναμένονται τον ερχόμενο μήνα) με παραγωγή ασφαλίστρων στα 5,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,5 δισ. από το bancassurance. Πρόκειται για νούμερα πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ευρώπη και ειδικά στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, κάτι που αντικατοπτρίζει τα περιθώρια ανάπτυξης που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Στοιχεία για εσωτερική χρήση των τραπεζών από μελέτες της McKinsey αναφέρουν ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, η διείσδυση των ασφαλιστικών εργασιών κινείται περίπου στο 7,5% μέσος όρος ευρωζώνης, έναντι μόλις 2,5% στην Ελλάδα. Ειδικά στο bancassurance, πολύ δυνατές χώρες είναι η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία, λόγω της υποχρεωτικότητας ασφαλιστικών προϊόντων και της ύπαρξης φορολογικών κινήτρων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες τoυ insider.gr, από τις μελέτες της McKinsey, το ασφαλιστικό χάσμα της Ελλάδας με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τις γειτονικές χώρες της νότιας Ευρώπης αποτυπώνεται στην ασφαλιστική δαπάνη κατά κεφαλήν. Ο Έλληνας δαπανά για ασφάλιση ζωής και υγείας μόλις 266 ευρώ ετησίως, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 1.500 ευρώ, για ασφάλιση κατοικίας μόλις 48 ευρώ έναντι 396 ευρώ του μέσου Ευρωπαίου και για τις υπόλοιπες γενικές ασφάλειες μόλις 146 ευρώ έναντι 1.152 ευρώ μέσου ευρωπαϊκού όρου. Η υποασφάλιση των Ελλήνων σε σχέση με τους γείτονές τους στη Ν. Ευρώπη αποτυπώνονται και στο μέγεθος της ασφαλιστικής αγοράς. Έναντι παραγωγής ασφαλίστρων 5,8 δισ. ευρώ που αναμένεται το 2024 στην Ελλάδα, η Πορτογαλία αναμένει 12 δισ., η Ισπανία 70 δισ. και η Ιταλία 135 δισ. ευρώ.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν τα μεγάλα περιθώρια που έχουν οι τράπεζες να αντλήσουν έσοδα από προμήθειες από την ανάπτυξη των ασφαλιστικών εργασιών και δη του bancassurance. Σημειωτέον ότι η Τράπεζα Πειραιώς είναι μακράν καλύτερα τοποθετημένη των υπολοίπων ελληνικών τραπεζών στο συγκεκριμένο κομμάτι και παρά ταύτα επιδιώκει με την απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής να διευρύνει το προβάδισμά της στην πολλά υποσχόμενη αγορά του bancassurance. Αν και στοιχεία για τη διείσδυση του bancassurance στις εργασίες των τραπεζών δεν δημοσιεύονται ούτε από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι πληροφορίες τoυ insider.gr αναφέρουν ότι η διείσδυση του bancassurance για την Πειραιώς, με πάνω από 1 εκατομμύριο πελάτες, κινείται σε επίπεδα εφάμιλλα της Πορτογαλίας (17%) έναντι ποσοστών της τάξεως του 10% για τις άλλες ελληνικές τράπεζες.
Η ανάγκη των ελληνικών τραπεζών να αβγατίσουν τα έσοδα από προμήθειες, τόσο λόγω της αναμενόμενης υποχώρησης των επιτοκιακών εσόδων, όσο και κατόπιν της κατάργησης ή μείωσης πολλών προμηθειών σε συναλλαγές της λιανικής (με ετήσια απώλεια εσόδων για τις τράπεζες της τάξεως των 150 – 200 εκατ. ευρώ), υπογραμμίζεται και από τους ξένους οίκους. Πολλώ δε μάλλον που οι ελληνικές τράπεζες υπολείπονται σημαντικά σε έσοδα από προμήθειες σε σχέση με τις υπόλοιπες τράπεζες της Ευρώπης. Σε έκθεσή της που δημοσίευσε την εβδομάδα αυτή η DBRS, επισημαίνει ότι με τη συνεισφορά των εσόδων προμηθειών στα συνολικά έσοδα να είναι χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι ελληνικές τράπεζες έχουν λιγότερο διαφοροποιημένες δομές εσόδων σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, κάτι που αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα στο τρέχον περιβάλλον. Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν περίπου το 17% του συνολικού λειτουργικού εισοδήματος των ελληνικών τραπεζών (α΄ εξάμηνο 2024), έναντι μ.ο. 22% στην Ευρώπη.