Στον «πάγο» μπαίνει ακόμη μια φορά, σύμφωνα με πηγές του ΑΔΜΗΕ, ο Δυτικός Διάδρομος της Πελοποννήσου, το έργο επέκτασης του Συστήματος 400 kV που υλοποιεί ο Διαχειριστής με προϋπολογισμό 110 εκατ. ευρώ, εξαιτίας των αντιδράσεων της Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων στα Καλάβρυτα.
Το έργο είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την ενεργειακή ευστάθεια της Πελοποννήσου και αποτελεί προϋπόθεση για να ξεκλειδώσουν επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ που έχουν ήδη δρομολογηθεί στην περιοχή προς όφελος της πράσινης ανάπτυξης. Για 14 μήνες, όμως, παραμένει «κολλημένο» εξαιτίας πέντε μοναχών που επιμένουν να εναντιώνονται στην τοποθέτηση των δύο –τελευταίων- πυλώνων σε απόσταση 500 μέτρων το μοναστήρι. Κάνουν λόγο για «οπτική όχληση» και «προσβολή του ησυχαστικού χαρακτήρα της Μονής» και απαιτούν με τρόπο «πραξικοπηματικό» το έργο να αναβληθεί.
Αυτό που προκαλεί προβληματισμό είναι γιατί οι μοναχές δεν λειτουργούν μέσα στο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπεται από τη νομοθεσία, όπως κάνουν οι φορείς της Πολιτείας και των πολιτών που διαφωνούν με τον σχεδιασμό ενός έργου υποδομής. Οι διαφωνίες αυτές εκφράζονται με προσφυγές στο στάδιο της αδειοδότησης ενός έργου, οι οποίες στη συνέχεια εξετάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Όχι αφού το έργο έχει υλοποιηθεί σε ποσοστό 98% -όπως συμβαίνει με τον Δυτικό Διάδρομο.
Οι εν λόγω μοναχές αποφάσισαν να κινηθούν εκτός πλαισίου, ποντάροντας στη στρατηγική του αιφνιδιασμού. Στις 25 Νοεμβρίου, τα συνεργεία του αναδόχου του ΑΔΜΗΕ ξεκίνησαν τις εργασίες στην περιοχή και οι μοναχές έδωσαν το παρών και αυτή τη φορά, τοποθετώντας τα οχήματά τους μπροστά στα μηχανήματα εκσκαφής σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την ολοκλήρωση του έργου. Το αποτέλεσμα ήταν ο ανάδοχος να καταθέσει μήνυση την ίδια ημέρα κατά των μοναχών, οι οποίες –μάλλον προκειμένου να αποφύγουν το αυτόφωρο– υποχώρησαν.
Την ψευδή –όπως αποδείχθηκε– πρόθεσή τους να αποσυρθούν επιβεβαίωσε και ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Ιερώνυμος, διαβεβαιώνοντας τη διοίκηση του ΑΔΜΗΕ ότι «οι μοναχές συνειδητοποίησαν το λάθος τους» και έτσι οι εργασίες, ξεκίνησαν ξανά. Η «κανονικότητα», όμως, δεν κράτησε για πολύ: το απόγευμα της Παρασκευής 27/11 οι μοναχές κατέθεσαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και το Πρωτοδικείο Καλαβρύτων εξέδωσε προσωρινή διαταγή με την οποία αναστέλλονται οι εργασίες μέχρι τις 16/12 που θα συζητηθούν τα ασφαλιστικά μέτρα. Ίσως είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο επιλέγουν να λειτουργούν οι μοναχές ότι ο ΑΔΜΗΕ έλαβε μόλις τη Δευτέρα 30/11 το δικόγραφο της αίτησης που σταμάτησε ήδη από το Σάββατο, 28/11, το έργο των 110 εκατομμυρίων.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι συγκεκριμένες μοναχές επιλέγουν να δημιουργήσουν κρίση στην ολοκλήρωση του έργου επιδιώκοντας να εκμεταλλευτούν την οποιαδήποτε πολιτική πίεση εκτιμούν ότι μπορούν να ασκήσουν παρασκηνιακά.
Προσβλέπουν σε ακύρωση της επένδυσης η οποία συμπαρασύρει πολλές και σημαντικές επενδύσεις ΑΠΕ στην περιοχή, προκαλώντας μια σειρά από προβλήματα:
1. Η Μεγαλόπολη δεν μπορεί να λειτουργήσει στην μέγιστη ισχύ των 800 MW.
2. Διαιωνίζονται τα προβλήματα που έχουν εμφανιστεί στην εφαρμογή του Target Model και σχετίζονται με τον κορεσμό της Πελοποννήσου, τα οποία έχουν κατά καιρούς διατυπώσει συμμετέχοντες της αγοράς.
3. Η Πελοπόννησος παραμένει «κορεσμένη» για επενδύσεις πράσινης ενέργειας και τα έργα ΑΠΕ που έχουν ήδη πάρει προσφορές σύνδεσης με τον όρο ηλέκτρισης της γραμμής αυτής δεν θα μπορούν να συνδεθούν και να λειτουργήσουν.
4. Για το διάστημα που παραμένει «παγωμένο» το έργο (από τον Σεπτέμβριο 2019) ο Διαχειριστής δεν λαμβάνει έσοδα, καθώς για να γίνει αυτό θα πρέπει η νέα γραμμή να τεθεί σε λειτουργία. Για τον ίδιο λόγο, το Δημόσιο πλήττεται διπλά, αφού δεν εισπράττει ούτε φορολογικά έσοδα για την ίδια επένδυση και αυτές που το συνοδεύουν.
Το πρόβλημα δεν είναι του ΑΔΜΗΕ, είναι ολόκληρης της χώρας. Γιατί μεγάλα έργα υποδομών, με σημαντικά οφέλη για την κοινωνία και το περιβάλλον, κινδυνεύουν να σταματήσουν ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και όταν έχουν ολοκληρώσει όλα τα στάδια της αδειοδότησης τους, συμπεριλαμβανομένης της ΑΕΠΟ που αποτελεί τη βασική άδεια για μεγάλα έργα υποδομής στη χώρα. Τέτοιου είδους φαινόμενα έχουν ολέθριες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες συνολικά για τη χώρα.