Την 4η υψηλότερη φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά ανάμεσα στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ είχε η Ελλάδα το 2019, βελτιώνοντας την κατάταξή της κατά δύο θέσεις σε σχέση με πέρσι, σύμφωνα με τη συγκριτική έκθεση φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας που δημοσίευσε το Tax Foundation και παρουσιάζει στη χώρα μας το ΚΕΦίΜ.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, οι φόροι εισοδήματος, οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ, αποτελούν μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ο συνδυασμός αυτών των φόρων αποτελεί αυτό που ονομάζεται «φορολογική επιβάρυνση της εργασίας».
Τα κύρια ευρήματα της έκθεσης για την Ελλάδα
Σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που αντιστοιχεί στο 36,1% η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλή, στο 40,1% έναντι 40,8% πέρσι.
Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στη χώρα μας είναι η 14η υψηλότερη μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μια από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,1% για εργαζόμενους (έναντι 40,8 πέρσι) και 37,1% (έναντι 37,8% πέρσι) για εργαζομένους με οικογένειες με δύο παιδιά.
Η Ελλάδα έχει την τέταρτη υψηλότερη οικογενειακή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, στο 31,7% (έναντι της δεύτερης χειρότερης θέσης με 37,8% πέρσι), με πρώτη την Τουρκία στο 38,2.
Κύρια ευρήματα για τις χώρες του ΟΟΣΑ
Οι εργαζόμενοι μέσου εισοδήματος σε χώρες του ΟΟΣΑ κατέβαλαν το 2020 πάνω από το 1/3 ή 34,6% του μισθού τους σε φόρους εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές. Η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας έχει μειωθεί κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδας τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Το 2020 η φορολογική επιβάρυνση ενός εργαζομένου στο Βέλγιο ήταν εφτά φορές υψηλότερη από αυτή ενός εργαζομένου στη Χιλή.
Το 2020, η μέση φορολογική επιβάρυνση οικογενειών μέσω φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών ήταν 24,4%, 10,2% μονάδες χαμηλότερη από την επιβάρυνση εργαζομένων χωρίς οικογένεια. Οι χώρες με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας προσφέρουν συνήθως τις μεγαλύτερες ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά.
Το 2020 η μέση φορολογική επιβάρυνση μειώθηκε κατά 0,39 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019 και η μείωση αυτή οφείλεται κατά το ένα πέμπτο σε μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19.
Αν λάβουμε υπόψη και τους φόρους κατανάλωσης, όπως ο ΦΠΑ, η επιβάρυνση της εργασίας αυξάνεται κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες σε 40,1%.
Όπως σχολιάζει το Tax Foundation για τα πορίσματα της έκθεσης για την Ελλάδα: «Οι οικονομολόγοι συμφωνούν γενικά ότι η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας οδηγεί τόσο σε χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης όσο και σε χαμηλότερους μισθούς. Αυτό είναι σημαντικό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα, καθώς αναζητούν τρόπους ανάκαμψης της οικονομίας. Εάν ο στόχος τους είναι η ενθάρρυνση της απασχόλησης, η συνέχιση των πολιτικών μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα πολύ ισχυρό εργαλείο.»
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΚΕΦίΜ Νίκος Ρώμπαπας σχολίασε σχετικά με την έρευνα: «Παρά τη σχετική βελτίωση των επιδόσεων και της κατάταξης της χώρας μας σε σχέση με πέρσι, και η φετινή μελέτη του Tax Foundation υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω σημαντική ελάφρυνση του φορολογικού βάρους που επωμίζονται τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Μετά το πέρας της πανδημίας, η συνέχιση της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός λιγότερο τιμωρητικού φορολογικού πλαισίου πρέπει αποτελέσει προτεραιότητα αιχμής για την κυβέρνηση προκειμένου όχι μόνο να ενισχυθεί η ανάκαμψη, αλλά και για να αναστραφεί η πολυετής πλέον τάση της φυγής από τη χώρα εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού και διευθυντικών στελεχών».