Η Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπη με αύξηση των τιμών των αγαθών και με μια αύξηση πληθωρισμού πρώτη φορά από το 2018 πάνω από τους στόχους της ΕΚΤ. Οι ανησυχίες και οι προτροπές από διάφορα στελέχη είναι πολλές. Για παράδειγμα, η Κριστίν Λαγκάρντ, ακολουθώντας την αντίληψη που εκφράζουν και στις ΗΠΑ τα στελέχη της FED, θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, καθώς η άνοδος του πληθωρισμού είναι συγκυριακό φαινόμενο και οφείλεται ως ένα βαθμό στην ανατίμηση των τιμών των καυσίμων.
Η απειλή του πληθωρισμού έχει ανοίξει και μια άλλη συζήτηση, σε σχέση με το πώς θα πρέπει να κινηθούν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. όσον αφορά στη διάθεση των χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στη συζήτηση αυτή, μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση μέχρι στιγμής είναι αυτή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Υπάρχει ανάκαμψη με δημοσιονομική πειθαρχία;
Στην παρέμβασή του με άρθρο στους Financial Times - την δεύτερη αυτό το διάστημα- ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και μακροβιότερος βουλευτής στην Ευρώπη, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανακινεί το θέμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας ως στρατηγικής εκ των ων ουκ άνευ, για την επίτευξη της ανάκαμψης.
Η κεντρική ιδέα πίσω από το επιχείρημα του Σόιμπλε είναι ότι ο δανεισμός δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα, οπως ότι επιτρέπει την επένδυση σε φούσκες, διευρύνει το χάσμα πλούσιων-φτωχών και η μη αποπληρωμή του χρέους, κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα τα δημόσια οικονομικά. Ως τερματική γραμμή του συλλογισμού του, αναφέρει ότι ο υψηλός δανεισμός δημιουργεί πρόβλημα στο σύνολο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Στην άποψη του Σόιμπλε, όπως κατατίθεται, υπάρχουν πολλές "άβολες" αλήθειες που δεν γίνεται να προσπεραστούν. Πρώτον, ότι κατά βάσει δανείζονται οι πλουσιότεροι απέναντι στο κράτος και όχι οι φτωχώτεροι. Στο ερώτημα της ανάκαμψης μετά την πανδημία, η πιο συγκροτημένη απάντηση που καλούνται να δώσουν τα σχέδια που έχουν κατατεθεί από τα κράτη μέλη είναι πού θα πάνε τα χρήματα του Ταμείου. Στη συνέχεια, η παραδοχή ότι "σημαντικό μέρος του νομισματικού πλεονάσματος που δημιούργησε η ΕΚΤ είναι προφανές ότι επενδύεται σε αγορές κεφαλαίου ή ακινήτων και τροφοδοτεί κερδοσκοπικές φούσκες". Δηλαδή ότι έχουμε εκτροπή της προσωπικής επιλογής απέναντι από τους κοινούς, δημοσιονομικούς στόχους και η εκτροπή αυτή είναι αποτέλεσμα της διεύρυνσης της ισχύος των πλουσιότερων έναντι των φτωχώτερων. Τρίτον, ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς εξωτερική επιτήρηση. Δηλαδή κάποιου είδους Μνημονίου που θα συντροφεύει τις υποχρεώσεις του δανειζόμενου κράτους. Μάλιστα την πίεση των μέτρων την αναφέρει με το όνομά της, "μαστίγιο και καρότο".
Αυτές οι άβολες αλήθειες καταλήγουν στο ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι η λύση είναι μια οριζόντια δημοσιονομική πειθαρχία στα πρότυπα της ανοικοδόμησης των ΗΠΑ μετά την Αμερικάνικη Ανεξαρτησία. Εδώ, ο Σόιμπλε εστιάζει πολύ στο ζήτημα του χρέους και -αν αποκοπεί από το πρόβλημα του πληθωρισμού- φαινομενικά έχει δίκιο: λιγότερο χρέος, λιγότερα προβλήματα.
Το πρόβλημα στις σύγχρονες οικονομίες όμως είναι ότι δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίζουμε ανθρωπομορφικά. Το αυξημένο δημόσιο χρέος που θα διοχετευτεί σε έργα ανάκαμψης θα επιστρέψει πίσω με αύξηση του ΑΕΠ, με αύξηση των θέσεων εργασίας, της κατανάλωσης και με μείωση των τιμών. Αντίθετα, μια οριζόντια πολιτική σκληρών μέτρων, θα κρατήσει το χρέος χαμηλότερα, αλλά θα κάνει πιο δύσχρηστη τη δυνατότητα επενδύσεων σε υποδομές από το Κράτος. Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή σε μια συνταγή που εφαρμόστηκε το 2010 και δεν αποσόβησε την κρίση χρέους στον πυρήνα της Ευρωζώνης, ίσως πρέπει να επανεξεταστεί.