Η συζήτηση για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων που θα ισχύουν μετά το τέλος της πανδημίας σε πολιτικό επίπεδο προφανώς θα ξεδιπλωθεί αργότερα, μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής μάχης στην Γερμανία. Μάλιστα πλέον το «ορόσημο» για την επιστροφή σε «κανόνες» ελλείμματος και χρέους μπορεί να μην είναι το 2023 αλλά και το 2024 λόγω των υγειονομικών συνθηκών με βάση πρώτες εκτιμήσεις Θεσμών της ΕΕ.
Ωστόσο τις επόμενες μέρες ξεκινά η δημόσια συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει στην Ευρώπη τώρα και τους επόμενους μήνες , ώστε να καλυφθούν τα κράτη-μέλη από την υγειονομική κρίση και από την οικονομική κρίση που προκαλεί, αλλά και για να διασφαλιστεί η ανάκαμψη. Η αρχή γίνεται στην σύνοδο του Ecofin της Δευτέρας, και θα συνεχισθεί στο Eurogroup που λαμβάνει χώρα στις 10 Σεπτεμβρίου και σε νέο Ecofin που θα γίνει μία ημέρα μετά..
Με βάση την προσωρινή ατζέντα, «οι υπουργοί θα συζητήσουν προσομοιώσεις δημοσιονομικών σεναρίων για να εξασφαλίσουν μια ανθεκτική ανάκαμψη και επαρκή χώρο για μελλοντικές επενδύσεις». Θα ξεδιπλωθεί η συζήτηση από τη μία μεριά για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων μέσω των Σχεδίων Ανάκαμψης και από την άλλη πλευρά, θα γίνει ο πρώτος απολογισμός των αντοχών της ευρωπαϊκής οικονομίας, του πλήγματος που έχει φέρει η πανδημία, ο πληθωρισμός και άλλες «πηγές», την αντοχή του επιχειρηματικού κόσμου, των τραπεζών αλλά και των πολιτών.
Σε αυτό το πλαίσιο στα έγγραφα προετοιμασίας του Eurogroup γίνεται σαφές ότι πρέπει να δοθεί ο δημοσιονομικός χώρος στα κράτη μέλη, ώστε να μπορούν προχωρούν σε δημόσιες επενδύσεις που θα στηρίξουν την ανάκαμψη (μαζί με το Σχέδιο Ανάκαμψης της ΕΕ). Αλλά και ότι πρέπει να συνεχιστούν τα μέτρα στήριξης αφού η Πανδημία αποδεικνύεται πιο ανθεκτική, διότι μια πρόωρη απόσυρσή τους θα προκαλέσει τριγμούς στην οικονομία..
Οι δύο αυτές θέσεις (για επενδύσεις και μέτρα στήριξης) σε συνδυασμό με τις πρώτες εκτιμήσεις (όπως έρχονται από μελέτη του Ευρωκοινοβουλίου και τοποθετούν την επιστροφή στην κανονικότητα το 2024), διαμορφώνουν ένα οδικό χάρτη για την πορεία της δημοσιονομικής «ευελιξίας» το επόμενο διάστημα.
Η «πάσα» για την Ελλάδα
Για κράτη όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος η συζήτηση αυτή σημαίνει πως επαναεπιβεβαιώνεται το περιθώριο λήψης μέτρων στήριξης αλλά και ελαφρύνσεων προσωρινού χαρακτήρα (μείωση φόρων και εισφορών) που θεωρείται πώς θωρακίζουν την οικονομία και την κοινωνία από την πανδημία. Θα έχουν το δικαίωμα και για πιο μεγάλη δαπάνη δημοσίων επενδύσεων.
Η συζήτηση αρχίζει παράλληλα με την πρώτη ένδειξη προθέσεων της κυβέρνησης για το τι θα γίνει την προσεχή 2ετία. Ο λόγος για το πακέτο της ΔΕΘ το οποίο θα εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός και σύμφωνα με τις προτάσεις που δέχεται θα πρέπει να κλιμακώνεται με ορόσημο όχι το 2022 αλλά το 2023 (που θεωρείται και το εκλογικό έτος). Με στόχο έως τότε να ολοκληρωθεί η μείωση κατά 5% των ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή να γίνει μία επιπλέον κίνηση μείωσης της τάξης του 1% πέραν προφανώς της «μονιμοποίησης» του προσωρινού μέτρου μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3%). Εκκρεμεί επίσης να γίνει η επιπλέον μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά τουλάχιστον 8% ,να διατηρηθεί η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και σε επόμενο στάδιο να επεκταθεί και στο δημόσιο και στους συνταξιούχους, να μειωθούν περαιτέρω (στο 20%) τα φορολογικά βάρη για τις επιχειρήσεις και να φανεί πώς θα μπορέσουν να χωρέσουν οι υπόλοιπες δεσμεύσεις της κυβέρνησης για μείωση του ΦΠΑ, για κατάργηση του τέλος επιτηδεύματος μαζί με τις νέες παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν για να αντισταθμισθεί η ακρίβεια στην αγορά.
Η πορεία προς το Νοέμβριο
Η συζήτηση των ΥΠΟΙΚ της ΕΕ σχετίζεται και με τη χάραξη των τελικών σχεδίων Προϋπολογισμού για το 2022 των κρατών μελών τα οποία θα πρέπει να αξιολογήσει η Κομισιόν τον Οκτώβριο – Νοέμβριο. Για να γραφτούν θα πρέπει να υπάρχει μία πρώτη εικόνα για το πώς θα αξιολογηθούν τα κράτη τον επόμενο χρόνο για τις δημοσιονομικές τους επιδόσεις (προς το παρόν ξέρουν πως θα λήξει η ρήτρα διαφυγής το 2022 και θα πρέπει να επιστρέψουν σε δημοσιονομική ισορροπία).
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της συζήτησης είναι οι νέοι Δημοσιονομικοί Κανόνες της μετά πανδημίας εποχής. Αυτό θα αργήσει να φανεί και προς το παρόν στους θεσμούς οι διαφορές είναι πολύ μεγάλες. Από τα κράτη του Βορρά (όπως η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες) που ζητούν διατήρηση των κανόνων έως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που προτείνει κατάργησή τους με τη σημερινή μορφή, με άρση των ποσοτικών στόχων για το έλλειμμα και το χρέος.
Προφανώς ο συμβιβασμός για το δημοσιονομικό πλαίσιο της επόμενης μέρας και θα είναι δύσκολος και ενδεχομένως θα πρέπει να «περιμένει» και τις γαλλικές εκλογές. Έτσι, προς το παρόν συζητείται τι πρέπει να γίνει στο άμεσο, σχετικά «ορατό» μέλλον.
Στην ατζέντα για τις συνόδους των ΥΠΟΙΚ, όπως αποτυπώνονται από ολλανδικό Υπουργείο Οικονομικών αναφέρεται πως θα γίνει «ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη και τις δημοσιονομικές πολιτικές στην ΕΕ». Όπως επισημαίνεται «κατά τη διάρκεια του άτυπου Συμβουλίου Ecofin, τα κράτη μέλη θα ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη στην ΕΕ και τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών. Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στο πιθανό δημοσιονομικό περιθώριο των κρατών μελών για τη διενέργεια δημόσιων επενδύσεων».
Εξηγείται πως «τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη ως απάντηση στην κρίση του COVID-19 αποδείχθηκαν καθοριστικά για τη στήριξη της οικονομίας και για την επιτάχυνση της ανάκαμψης μετά την κρίση. Η πρόωρη απόσυρση της βοήθειας θα πρέπει να αποφευχθεί λόγω του προκυκλικού αποτελέσματος που μπορεί να έχει» αναφέρεται. Γίνεται λόγος και για επιστροφή στην «κανονικότητα» όταν υπάρξει επαρκής οικονομική ανάκαμψη και για την ανάγκη τόνωσης των οικονομιών μέσω αποτελεσματικών δημόσιων επενδύσεων εντός του Σχεδίου Ανάκαμψης και όχι μόνο αλλά με τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Επισημαίνεται πως για τη μείωση του χρέους και για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του είναι απαραίτητη η επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία μετά την κρίση.
Ισχυρή πίεση από Ευρωκοινοβούλιο
Το «τοπίο» συμπληρώνει έρευνα του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου (το οποίο έχει κληθεί να συζητήσει με τους ΥΠΟΙΚ στο επόμενο Eurogroup) για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Επισημαίνεται στη μελέτη πως υπάρχει «ελπίδα» πολύ ισχυρής ανάκαμψης μετά την πανδημία λόγω της αναβολής κατανάλωσης που παρατηρείται σήμερα και της ανόδου των καταθέσεων. Ωστόσο, καθώς σήμερα υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα «εξόδου» θα πρέπει να συνεχισθεί η στήριξη της οικονομίας. Και να αποσύρεται μόνο όταν παρατηρείται ότι το ΑΕΠ επιστρέφει στα προ πανδημίας επίπεδα κάτι που «είναι απίθανο να συμβεί πριν από το 2024».
Για την επόμενη ημέρα στο Δημοσιονομικό Πεδίο επισημαίνεται πως οι αριθμητικοί στόχοι πρέπει να εγκαταλειφθούν (σ.σ. όριο ελλείμματος και χρέους ως προς το ΑΕΠ) ξαι να υποκατασταθούν από αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους.
Επίσης, προτείνεται να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στις δημόσιες επενδύσεις. Αφού «χωρίς μεγάλη ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις, η επόμενη πρόκληση της κλιματικής αλλαγής δεν θα αντιμετωπιστεί» και το υφιστάμενο δημοσιονομικό σύμφωνο «έχει δημιουργήσει σημαντικά εμπόδια στην ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων (αυξάνουν έλλειμμα και χρέος, γι αυτό και στην Ελλάδα παραμένουν πολύ χαμηλές).
Επισημαίνει πως το Ταμείο Ανάκαμψης NextGenerationEU «είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Ωστόσο, είναι ανεπαρκές». Και πως περιορίζοντας τις δημόσιες επενδύσεις, οδηγείται ένα κράτος σε χαμηλότερη βιώσιμη ανάπτυξη στο μέλλον και συνεπώς σε χαμηλότερα φορολογικά έσοδα.
Η άτυπη τηλεδιάσκεψη των υπουργών Οικονομικών θα λάβει χώρα το πρωί της Δευτέρας και θα συζητήσουν επίσης τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας για την Τσεχία και την Ιρλανδία. Σημειώνεται πως όλα τα κράτη μέλη εκτός από τη Βουλγαρία και την Ολλανδία έχουν υποβάλει τα Σχέδια τους. Η Ελλάδα όπως και 9 ακόμη χώρες έχουν πάρει την προκαταβολή και το επόμενο βήμα για τη χώρα μας είναι το αίτημα για την πρώτη «δόση» δανείου και επιδοτήσεων, αλλά και η ανακοίνωση ενός ακόμη πακέτου επενδύσεων που θα ενεργοποιηθούν.