Η στροφή στην πράσινη και καθαρή ενέργεια των ΑΠΕ έχει ακόμα δρόμο για να καλύψει τις διεθνείς ανάγκες. Και ο δρόμος αυτός καλύπτεται από την διεύρυνση της χρήσης φυσικού αερίου.
Έτσι τουλάχιστον γίνονταν μέχρι τώρα οι σχεδιασμοί των κυβερνήσεων αλλά και της αγοράς.
Τα πράγματα όμως φαίνεται πως αλλάζουν καθώς οι «αποθήκες» του φυσικού και ειδικά του υγροποιημένου αερίου δεν φαίνεται να διαθέτουν την δυνατότητα να καλύψουν τις υπάρχουσες ανάγκες.
Η χαμηλής στάθμης ροή των αγωγών από την Ρωσία προς την Ευρώπη, οι καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση του Nord Stream 2 και οι συνολικά διαπιστούμενες ελλείψεις στην ταχύτητα τροφοδοσίας οδηγούν στην επανενεργοποίηση του «μαύρου χρυσού» του οποίου η τιμή (Brent) βρίσκεται ήδη στα 80 δολ. με προοπτική σημαντικά μεγαλύτερης ανόδου.
Οι λόγοι μιας τέτοιας τάσης δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την περιορισμένη ροή τροφοδοσίας από το φυσικό αέριο.
Οι προβλέψεις για τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, οι συνέπειες από την διάρκεια της πανδημίας, τα προβλήματα διαρκείας στις θαλάσσιες μεταφορές και οι γεωπολιτικές επιπλοκές των τελευταίων μηνών, συνθέτουν ένα φάσμα αυξημένων προβλημάτων που οδηγούν σε πιέσεις για περαιτέρω αύξηση της ζήτησης του μαύρου χρυσού που σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Goldman Sachs υπολογίζεται σε τουλάχιστον 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Και οι χώρες του OPEC+ δεν φαίνονται πρόθυμες, αλλά και παραγωγικά ικανές να το καλύψουν, παρά μόνο μετά τον Ιανουάριο του 2022 στην καλύτερη περίπτωση.
Αυτό σημαίνει περαιτέρω αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και βέβαια του «μαύρου χρυσού» πάνω από τα 80 δολ. που είναι σήμερα, στα 85 δολ. σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs.
Κάτι τέτοιο βέβαια ισοδυναμεί με σταθεροποίηση των αυξητικών τάσεων για τις τιμές και του πληθωρισμού συνολικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η οποιαδήποτε πρόβλεψη για αναστροφή των ανοδικών τάσεων στον πληθωρισμό προϋποθέτει την πτώση της τιμής του πετρελαίου κάτω από τα 64 δολ το βαρέλι και διατήρησή της στα επίπεδα αυτά για τουλάχιστον 5 – 6 μήνες.
Ήτοι το εντελώς αντίθετο από αυτό που ήδη διαμορφώνεται σαν διεθνής τάση στις τιμές παραγωγής ενέργειας.
Με αυτά τα στοιχεία ως βάση ήδη οι κεντρικές τράπεζες, με μοναδική εξαίρεση την ΕΚΤ, έχουν αρχίσει να αναπροσαρμόζουν την ρητορική τους διατυπώνοντας επιφυλάξεις όσο αφορά την προσωρινότητα των πληθωριστικών πιέσεων.
Και για τον λόγο αυτό αρχίζουν να συγκεκριμενοποιούν τα βήματα σύσφιξης της μέχρι σήμερα νομισματικής τους πολιτικής.
Η Fed έχει ήδη βάλει στο τραπέζι το χρονοδιάγραμμα του tapering και ήδη τα μέλη της Fomc αρχίζουν και δημόσια να παίρνουν θέση για ενεργοποίησή της από τον Νοέμβριο.
Στην Ευρώπη η ρητορική της ΕΚΤ στην πλέον επιφυλακτική της έκφραση μέχρι σήμερα από τον επικεφαλής της Bundesbank κ. Γιένς Βάιντμαν, έχει συνδέσει τους κινδύνους για παράταση των πληθωριστικών πιέσεων μόνο με το ενδεχόμενο εκκίνησης γύρου αυξήσεων των μισθών…
Όμως ο πραγματικός κίνδυνος αναδύεται από αλλού, όπως άλλωστε και στην δεκαετία του 70’. Αναδύεται από τις τιμές των καυσίμων και της παραγωγής ενέργειας.
Η προσέγγιση της Goldman Sachs για τις προοπτικές του φετινού χειμώνα και τις τιμές του πετρελαίου, δείχνει ότι η ιστορία όσο και αν ποτέ δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, εν τούτοις έχει φέρει και πάλι στο προσκήνιο τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 70’. Και μ’ αυτά θα πρέπει να λογαριασθεί όχι μόνο η ΕΚΤ αλλά και οι προϋπολογισμοί των κυβερνήσεων στην Ευρώπη το 2022.