Στο καλύτερο σημείο, τουλάχιστον της τελευταίας 25ετίας, βρίσκεται η εισπραξιμότητα των φόρων ως αποτέλεσμα κατά βάση των ψηφιακών συναλλαγών και των νέων μέσων ελέγχου που έχει στη διάθεσή της η ΑΑΔΕ. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ανάλυση για το «κενό είσπραξης οφειλών» που ενσωματώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία που παρουσίασε χθες.
Οι οικονομολόγοι-αναλυτές του Γραφείου με επικεφαλής τον Γιάννη Τσουκαλά υπολόγισαν για κάθε έτος της περιόδου του 2000-2024 τις συνολικές οφειλές προς την εφορία ως προς το ΑΕΠ (δημιουργώντας έτσι ένα «μέσο φορολογικό συντελεστή») και τις συνολικές εισπράξεις της φορολογικής διοίκησης ως προς το ΑΕΠ (δημιουργώντας αντίστοιχα έναν «αποτελεσματικό φορολογικό συντελεστή»), υπολογίζοντας έτσι τη διαφορά που αποκαλούν «συνολικό κενό είσπραξης».
Με δύο λόγια το Κενό Είσπραξης μετρά τη διαφορά ανάμεσα στη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται στους φορολογούμενους και το βάρος που τελικά εκείνοι αναλαμβάνουν και η «ανατομία του την τελευταία 25ετία» όπως αποτυπώνεται στο παρακάτω διάγραμμα βγάζει ενδιαφέροντα συμπεράσματα:

Την εποχή της υψηλής ανάπτυξης της περιόδου 2001-2008 τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 65,9%. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της αύξησης του «μέσου φορολογικού συντελεστή» (κατά 4,8%), καθώς ο δείκτης είσπραξης των εσόδων μειώθηκε κατά 2%.
Την περίοδο 2008-2016 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26,8% στο πλαίσιο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Έτσι, ο «μέσος φορολογικός συντελεστής» άγγιξε το 2014 το υψηλότερό του σημείο (31,9%). Παράλληλα, το ίδιο έτος ο «αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής» διαμορφώνεται στο 24,7%, με αποτέλεσμα να καταγράφεται το υψηλότερο Κενό Είσπραξης, ύψους 7,2%, καθώς λόγω ακριβώς της οικονομικής κρίσης πολλοί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές υποχρεώσεις.
Την περίοδο 2020-2024, ο μέσος φορολογικός συντελεστής αυξάνεται κατά 11,8% και τα έσοδα προς τη Φορολογική Διοίκηση αυξάνονται κατά 64%. Η αύξηση τόσο του «μέσου», όσο και του «αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή» (κατά 15,7%), σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εισπρακτικής απόδοσης της Φορολογικής Διοίκησης κατά 3,5%, οδήγησε σε μείωση του Κενού Είσπραξης το οποίο διαμορφώθηκε το 2024 στο 0,8%, αγγίζοντας το χαμηλότερο ποσοστό του σε όλη την υπό εξέταση περίοδο.
Δεν είναι όλοι φόροι… ίδιοι
Σε όλα τα έτη που εξετάζει η ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού το μεγαλύτερο μέρος του Κενού Είσπραξης πηγάζει από τις μη φορολογικές οφειλές και τα πρόστιμα (57,3% κατά μέσο όρο), τα οποία όπως φαίνεται απλά δεν πληρώνονται. Ακολουθούν οι έμμεσοι φόροι με μέσο ποσοστό συμμετοχής 24,3%, ενώ την μικρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση του Κενού Είσπραξης έχουν οι άμεσοι φόροι (18,4%).
Τα «φέσια» έγιναν βουνό
Το κενό είσπραξης είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία έγιναν... βουνό, φτάνοντας τα 106,3 δισ. ευρώ το 2024 από 28 δισ. ευρώ που ήταν το 2008.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά το 2015, το Κενό Είσπραξης παρουσιάζει μείωση (με εξαίρεση το 2020 που αυξήθηκε λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης του COVID-19), ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο ρυθμός αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου σταδιακά μειώνεται. Το 2024 μάλιστα, που το Κενό Είσπραξης αγγίζει το χαμηλότερό του σημείο (0,8%), παρατηρείται μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 7%.
Λιγότεροι μικροί, περισσότεροι μεγάλοι
Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στην εφορία στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2025 διαμορφώθηκε στα 110,6 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 3,6 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2024. Από αυτά τα 26,3 δισ. ευρώ (δηλαδή περίπου 23,8%) αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης.
Πάντως ο συνολικός αριθμός των οφειλετών, εμφανίζεται μειωμένος κατά 90.256 -φυσικά και νομικά - πρόσωπα σε σχέση με ένα χρόνο πριν και διαμορφώνεται στους 3.841.369 οφειλέτες. Η μείωση παρουσιάζεται κατά βάση στις χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής μέχρι 500 ευρώ. Αντιθέτως, περισσότεροι είναι οι μεγαλοφειλέτες, με την μεγαλύτερη να αύξηση να καταγράφεται σε όσους έχουν οφειλές μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ.

Σημαντικό είναι πως το σύνολο σχεδόν των οφειλών (96,4%) προέρχεται από οφειλέτες με χρέη άνω των 10.000 ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις το 0,3% των οφειλετών έχει χρέη άνω του 1 εκατ. ευρώ αλλά αθροίζουν το 76,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Από την άλλη το 90% των οφειλετών έχει οφειλές έως 10.000 ευρώ αλλά το χρέος τους δεν ξεπερνά το 3,6% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.

Το 38,5% του συνόλου των οφειλών (42,5 δισ. ευρώ) το χρωστούν φυσικά πρόσωπα και το 61,5% των οφειλών το χρωστούν νομικά πρόσωπα, δηλαδή εταιρείες.