Τι μπορεί να σημαίνει η πιθανή τοποθέτηση του Κρίστιαν Λίντνερ στο νευραλγικό πόστο του επόμενου Γερμανού υπουργού Οικονομικών; Σύμφωνα με τις ιδέες που ο ίδιος και το κόμμα του εκφράζουν, μπορεί να σημαίνει πολλά, όχι μόνο για την Γερμανία, αλλά για όλη την Ευρώπη.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ, ως ηγέτης του FDP, δηλαδή του φιλελεύθερου κόμματος, διεκδικεί σταθερά και με συνέπεια την δεύτερη σημαντικότερη πολιτική «θέση» στην Γερμανία, μετά από εκείνη του καγκελάριου. Και, κατά τα φαινόμενα και τους γνωρίζοντες στην πρώτη οικονομία στην Ευρώπη, η φιλοδοξία του αυτή συμπεριλήφθηκε επίσημα στις προκαταρκτικές διακομματικές διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς, με αποτέλεσμα, εκτός απροόπτου, τελικά να του αποδοθεί ο ρόλος που αποζητά.
Όμως, εν αντιθέσει με τους πιθανούς εταίρους του στο SPD και στους Φιλελεύθερους, ο Κρίστιαν Λίντνερ και το FDP, εκφράζουν μια διαφορετική «γραμμή» γύρω από την οικονομία της μετά-πανδημικής περιόδου, που θέτει ερωτηματικά για το κατά πόσο η Γερμανία θα επιστρέψει στο σκληρό δημοσιονομικό πνεύμα – και τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό για μια Ευρώπη που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα χρέη που η ίδια δημιούργησε κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Τι πρεσβεύει ο κ. Λίντνερ;
Τόσο το SPD όσο και οι Πράσινοι, οι δυνητικοί σύμμαχοι του FDP, έχουν υποσχεθεί μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά το δανεισμό και τα δημόσια ελλείμματα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε υποδομές και την πράσινη βιομηχανική μετάβαση.
Ωστόσο, ο κ. Λίντνερ με δηλώσεις του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine, ανέφερε ότι το καθήκον της κυβέρνησης θα είναι να «ενεργοποιήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και να εργαστεί για μια δίκαιη ισορροπία ιδιωτικού τομέα και κράτους». Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων επίσης απορρίπτει τις προτάσεις για ένα ταμείο για κλιματικές επενδύσεις, ως ένα «καθεστώς επιδοτήσεων που χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους». Απορρίπτει δε, τα πλάνα για φορολόγηση των εχόντων, για χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Δεν είναι άνευ σημασίας, που ακριβώς στην περίοδο που η ΕΕ συζητά για την «επόμενη ημέρα» μετά την πανδημία και το αναπόφευκτο τέλος των έκτακτων προγραμμάτων και αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων, ο κ. Λίντνερ δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι το κόμμα του θα αγωνιστεί για τα «γερμανικά συμφέροντα». Μεταξύ αυτών, τονίζει, είναι να επιμείνουμε στον «έκτακτο» χαρακτήρα του Σχεδίου Ανάκαμψης.
«Το ταμείο ανάκαμψης, σωστά, χαρακτηρίστηκε ως εξαίρεση», είπε ο κ. Λίντνερ στην FAZ. «Δεν υπάρχει συνταγματικά ασφαλής πλειοψηφία (δύο τρίτων) στην Bundestag για μια δημοσιονομική ένωση. Θα συμβούλευα να αποφύγουμε τις υποθετικές συζητήσεις, εφόσον τα (αρχικά) 750 δισ. ευρώ δεν έχουν καν χρησιμοποιηθεί».
Απομένουν λίγες ημέρες, ως τις 10 Νοέμβρη, όταν οι «ομάδες εργασίας» που αναδείχτηκαν μέσα από τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να τελειώσουν το δύσκολο έργο της γεφύρωσης των διαφωνιών των τριών κομμάτων, και την συνδιαμόρφωση μιας συνεκτικής πρότασης διακυβέρνησης έως το τέλος του μήνα.
Η επόμενη ημέρα για την Ευρώπη
«Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται είτε η Γερμανία είτε η Ευρώπη είναι ένας πολιτικός στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών στο Βερολίνο που θα το αντιμετωπίζει ως πλατφόρμα από την οποία μπορεί να προωθήσει τις συντηρητικές δημοσιονομικές προκαταλήψεις του κόμματός του», δήλωσε ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
«Κάποιες κριτικές πρέπει να θεωρηθούν ως επιβεβαίωση των θέσεων μας, γιατί οι αριστεροί οικονομολόγοι του χρέους των ΗΠΑ απλώς ελπίζουν στον πληθωρισμό», απάντησε ο Λίντνερ στο Instagram.
Και ο Στίγκλιτς δεν είναι ο μόνος ο οποίος έχει εκφράσει τη ανησυχία του για την πιθανότητα ο Λίντνερ να αναλάβει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Δεν έχουν περάσει άλλωστε πάνω από 4 χρόνια, όπως υπενθυμίζει ο Guardian, από όταν ο Λίντνερ ζητούσε να «πεταχτεί» η Ελλάδα έξω από το ευρώ, ενώ απαντούσε στα οικονομικά σχέδια του προέδρου Μακρόν, λέγοντας πως θέλει να μετατρέψει την ΕΕ σε ένα «σύστημα Σοβιετικού τύπου».
Η βρετανική εφημερίδα, αναπαράγει ακόμη ένα επεισόδιο που είναι ενδεικτικό των απόψεων του Κρίστιαν Λίντνερ για τους ευρωπαίους εταίρους του, όταν το 2015, ανέφερε ενώπιων του Ιταλού πρέσβη στο Βερολίνο: «Δεν μπορούμε να σπαταλήσουμε τις καταθέσεις των Γερμανών εργαζομένων για να σώσουμε τις καταθέσεις των Ιταλών».
Ωστόσο, αυτή η στάση αποκτά διαφορετική βαρύτητα όταν εκφράζεται από τον ηγέτη ενός πολιτικού σχηματισμού και διαφορετικά όταν εκφράζεται από τον Γερμανό υπουργό οικονομικών, σε μια περίοδο μάλιστα που η Ευρώπη συζητά σε Eurogroup και ECOFIN, Δευτέρα και Τρίτη αντίστοιχα, το δημοσιονομικό «αύριο» της ηπείρου, για την μετά την πανδημία περίοδο. Και μάλιστα, αυτό το «αύριο» είναι αναπόφευκτο να φέρει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το κάθε κράτος ξεχωριστά, αντιμέτωπους με τα γιγάντια χρέη που έχουν συσσωρευτεί, και προκαλούν ολοένα περισσότερες ανησυχίες. Ιδιαίτερα, όταν μιλάμε για την ευρωπαϊκή περιφέρεια, τις «βαρυφορτωμένες» με χρέη Ελλάδα και Ιταλία, οι οποίες για άλλη μια φορά, είναι έτοιμες να μπουν στον ρόλο του «ασθενούς» της Ευρωζώνης, και η στάση της κορυφαίας δύναμης της ΕΕ απέναντι τους, μαζί και των «δορυφόρων» της, θα κρίνει πολλά, και για τις ίδιες, και για την ίδια την Ένωση…
Photo: @AssociatedPress