Μετά και το κλείσιμο του τρίτου τριμήνου, η Deutsche Bank αναθεώρησε επί τα βελτίω και σε μια πιο εμπροσθοβαρή βάση τις εκτιμήσεις της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τη φετινή χρονιά.
Συγκεκριμένα, ο γερμανικός οίκος εκτιμά πως η ανάπτυξη για το 2021 θα διαμορφωθεί στο 8,7% από το 2% στο οποίο επέμενε, αναμένοντας κάποια υποχώρηση το 2022, στο 4,4% από 6,1% που εκτιμούσε, ενώ για το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να παραμείνει υψηλότερος από αυτόν της Ευρωζώνη, στο 3,8%.
Ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα, η Deutsche Bank αναμένει πως θα φτάσει στο 10% του ΑΕΠ το 2021 στο 4% για το 2022 και στο 1% το 2023 ενώ υπολογίζει πως το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί στο 6% και στο 4% του ΑΕΠ αντίστοιχα για το διάστημα 2021 - 2022 και στο 3% του ΑΕΠ το 2023. Παράλληλα, ο πληθωρισμός εκτιμάται πως θα φτάσει στο 2,8% το 2022 από 0,3% φέτος, προτού υποχωρήσει ελαφρώς στο 1,3% το 2023.
Ευρύτερα για την Ευρωζώνη, η ανάπτυξη για το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 5,1% από 5% που εκτιμούσε προηγουμένως, στο 3,8% από 4,5% για το 2022 και στο 2,8% από 3% το 2023, τη στιγμή που οι ΗΠΑ θα «τρέξουν» με ρυθμό 5,6% (6,7% η προηγούμενη εκτίμηση της Deutsche Bank) 4,4% και 2,4% την τριετία 2021 - 2023 αντίστοιχα και η Βρετανία με ρυθμό 6,8%, 3,5%, και 1,7%.
Ωστόσο, ο γερμανικός οίκος «κρούει» τον κώδωνα του κινδύνου εκτιμώντας πως το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, θα παραμείνει σε ένα βαθμό στάσιμο σε τριμηνιαίους όρους το χειμερινό εξάμηνο του έτους. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η Γερμανία αναμένεται να εισέλθει σε τεχνική ύφεση στο τέταρτο και το πρώτο τρίμηνο του επόμενους έτους. Όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, η Γερμανία αντιμετώπιζε ήδη έναν σχετικά υψηλότερο κίνδυνο τεχνικής ύφεσης, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξής της ήταν ήδη χαμηλότερος από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές οικονομίες λόγω της μεγαλύτερης έκθεσης της χώρας στις παγκόσμιες ελλείψεις και πιέσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας. Επιπλέον, το «κύμα» της πανδημίας το χειμώνα αλλά και η «Όμικρον» αυξάνουν τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους.
Ωστόσο τα σημεία τεχνικής ύφεσης δε θα πρέπει να συγχέονται με μια ένδειξη στασιμοπληθωρισμού. Σύμφωνα με τη Deutsche Bank μετά από μια στασιμότητα που θα υπάρξει κατά το χειμερινό εξάμηνο, αναμένεται ανάκαμψη της αναπτυξιακής δυναμικής και κατά μέσο όρο άνω του 1% σε τριμηνιαία βάση στο δεύτερο και τέταρτο τρίμηνο του 2022.
Επιπλέον, η ανθεκτικότητα και οι αντοχές της οικονομίας της Ευρωζώνης είναι ενδεικτικές του τρόπου με τον οποίο οι οικονομίες μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν την πανδημία, καθώς και τον βαθμό των μέτρων στήριξης και τόνωσης (θετική δημοσιονομική ώθηση το 2022, απελευθέρωση πλεονάζουσας αποταμίευσης και διάθεση των κεφαλαίων από το NGEU). Επιπλέον, σε καλή κατάσταση βρίσκεται και το τραπεζικό σύστημα κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες διάχυσης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και πόρων ταχύτερα σε ιδιωτικές επενδύσεις.
Ως προς το σκέλος της άσκησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, η Deutsche Bank επισημαίνει πως μια αύξηση επιτοκίων στο τέλος του 2022 δεν είναι απίθανη και θα χρειαζόταν άλλες δύο έως τρεις εκπλήξεις για τον υποκείμενο πληθωρισμό, όπως τους τελευταίους δύο μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι εκπλήξεις θα θεωρούνταν πιο επίμονες. Από την άλλη, μια αύξηση στις αρχές του 2023 θα αποτελούσε μια πιο αξιόπιστη κίνηση και θα δε θα ήταν εκτός του κάδρου της ΕΚΤ, που μέχρι στιγμής απλώς αναστέλλει την όποια αύξηση του «2022».
Για τα προγράμματα PEPP και APP ο γερμανικός οίκος αναμένει αλλαγές στο πλαίσιο των δύο με μεγαλύτερη ευελιξία στις ρυθμίσεις και τη σύνθεση αγοράς assets μετά το PEPP για τη δημιουργία περισσότερων προαιρετικών πολιτικών. Ως εκ τούτου, η Deutsche Bank αναμένει ότι οι καθαρές αγορές στο APP θα συνεχιστούν με ρυθμό περίπου 20 δισ. ευρώ το μήνα μέχρι λίγο πριν από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων (δηλαδή μέχρι τα μέσα του 2023) - αν και μπορεί να υπάρξει μια προαιρετική υπέρβαση μετά το τέλος του PEPP, με την ΕΚΤ να αναμένεται να προσαρμόζει το APP ανάλογα με τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις προοπτικές για τον πληθωρισμό. Ένα επιπλέον σημείο είναι η διαμόρφωση ενός νέου backstop αγορών με ευελιξία στο capital key - ή εναλλακτικά ένα ενισχυμένο πρόγραμμα επανεπένδυσης στο PEPP. Αυτό θα έλεγχε τον κίνδυνο κατακερματισμού και θα βελτίωνε την ικανότητα της ΕΚΤ να αυξάνει τα επιτόκια, όταν αυτό δικαιολογείται.