Ιδιαίτερα χαμηλά αναμένεται κινηθούν οι αποδόσεις που θα προσφέρουν οι μετοχές από το νέο έτος και πιο συγκεκριμένα στο τρίτο χαμηλότερο επίπεδο κατά την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε η Deutsche Bank για τον μήνα Δεκέμβριο (7 - 9 Δεκεμβρίου), ανάμεσα σε πάνω από 750 επαγγελματίες των αγορών.
Συγκεκριμένα, διαχειριστές και αναλυτές αναμένουν για τον S&P 500 μια μέση απόδοση της τάξεως του 4,2% το 2022, αρκετά χαμηλότερα συγκριτικά με τη μέση απόδοση για τη δεκαετία, συμπεριλαμβανομένου και του 2021 που διαμορφώνεται στο 14,6% ετησίως. Το 39% των ερωτηθέντων αναμένουν μια απόδοση περίπου 5% για τον S&P 500, το 26% ανεβάζει τον «πήχη» στο 10%, ενώ μόλις το 8% σωρευτικά αναμένει αποδόσεις άνω του 15%. Αξίζει να επισημανθεί, πως ένα αξιόλογο ποσοστό, ήτοι το 19%, αναμένει μια πτωτική κίνηση για τον S&P 500, με το 16% σωρευτικά να αναμένει διόρθωση της τάξεως του 5% - 10%.
Από την άλλη, όσο αναφορά τα ομόλογα, η έρευνα της Deutsche Bank αποτυπώνει μια ανοδική κίνηση τόσο για την απόδοση του αμερικανικού 10ετούς, όσο και του Bund που σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτηθέντων (κατά μέσο όρο) αναμένεται να κινηθούν στο 1,9% και στο 0,3% αντίστοιχα, δηλαδή κατά 40 - 45 μ.β υψηλότερα για το TSY και κατά περισσότερο από 65 μ.β για το Bund από τα τρέχοντα επίπεδα. Αναφορικά μάλιστα για την πορεία του Bund, το 78% των funds, των διαχειριστών και των αναλυτών αναμένει πως η απόδοση του θα είναι άνω του 0%, ενώ από την άλλη το 63% αυτών αναμένει πως το αμερικανικό δεκαετές θα κινηθεί μεταξύ του εύρους του 2% - 3%.
Παράλληλα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις αγορές είναι ο υψηλότερος, από το αναμενόμενο, πληθωρισμός, με το 61% των αναλυτών και των διαχειριστών στην Ασία να θέτουν στην πρώτη γραμμή τους γεωπολιτικούς κινδύνους και αντίστοιχα τους Αμερικανούς να δείχνουν πως ανησυχούν περισσότερο για την εσωτερική πολιτική από τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, η πρώτη πεντάδα κινδύνων που μπορεί να εκτροχιάσει την πορεία των αγορών το 2022, στοιχειοθετείται από έναν υψηλό, και εκτός εύρους εκτιμήσεων, πληθωρισμό (45% των ερωτηθέντων), από έναν «επιθετικό» κύκλο σύσφιξης από τη Fed (35% των ερωτηθέντων), από τυχόν νέες μεταλλάξεις που μπορεί να διαφύγουν από τα εμβόλια (34% των ερωτηθέντων), από το γεωπολιτικό ρίσκο (32%) και τον στασιμοπληθωρισμό (το 19% των ερωτηθέντων).
Επιπλέον, μια μέση απάντηση που προκύπτει από τους διαχειριστές και τους αναλυτές για την πορεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ είναι ότι στο τέλος του 2022, θα είναι σχεδόν 2% υπέρ του στόχου της Fed, τη στιγμή που μόνο το 4% των ερωτηθέντων αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί υψηλότερα από το τρέχον υψηλό επίπεδο. Τα υψηλότερα ποσοστά απαντήσεων συγκεντρώνονται στο εύρος του 2,5% - 3% πληθωρισμό στο τέλος του 2022 (21% των ερωτηθέντων) και στην αμέσως επόμενη κλίμακα του 3% - 3,5% (18% των ερωτηθέντων). Την ίδια στιγμή οι προσδοκίες για τον μέσο πληθωρισμό τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωζώνη για την επόμενη 5ετία συνεχίζουν να αυξάνονται, φτάνοντας για τις ΗΠΑ σε νέα υψηλά έρευνας της Deutsche Bank και πιο συγκεκριμένα στο 2,7%, ενώ για την Ευρωζώνη υποχώρησαν ελαφρώς συγκριτικά με τον Οκτώβριο αλλά παρέμειναν στο 2%.
Φυσικά, αυτό φέρνει προ των πυλών και σε πιο εμπροσθοβαρή βάση τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τη Fed, με το 80% των διαχειριστών και των αναλυτών να αναμένει την ολοκλήρωση του tapering μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2022, με το μεγαλύτερο ποσοστό, ήτοι το 47% να συγκεντρώνεται στην απάντηση «μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2022». Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως ένα 6% των ερωτηθέντων εκτιμά πως το QE θα διατηρηθεί καθ' όλη τη διάρκεια του 2022. Παράλληλα, η πλειονότητα των αναλυτών αναμένει δύο αυξήσεις των επιτοκίων από τη Fed εντός του 2022, ενώ ένα ποσοστό της τάξεως του 21% αναμένει πως τα επιτόκια θα φτάσουν στο 0,75%, σηματοδοτώντας έτσι μέχρι και τρεις αυξήσεις.
Ως προς το σκέλος της αναπτυξιακής δυναμικής των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης, η πλειονότητα των ερωτηθέντων αναμένει πως η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη από το consensus του 4% περίπου. Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, οι Ευρωπαίοι ερωτηθέντες εμφανίστηκαν πιο «bullish» σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης και στις δύο περιοχές συγκριτικά με τους Αμερικανούς. Οι Ευρωπαίοι εκτιμούν ότι η ανάπτυξη των ΗΠΑ θα είναι στο 3,4% έναντι του 3,1% που κάνουν λόγο οι Αμερικανοί, ενώ αντίστοιχα για την ευρωπαϊκή οικονομία ο «πήχης» από τους πρώτους τοποθετείται στο 2,8% και στο 2,1% από τους δεύτερους.
Στα δύο πολιτικά ενεργά «μέτωπα» που είναι οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ αλλά και οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, οι αναλυτές δίνουν ξεκάθαρο σήμα για το τι επίκεινται. Συγκεκριμένα, στο πεδίο των ΗΠΑ και στο ερώτημα του αν οι Δημοκρατικοί θα καταφέρουν να ελέγξουν και τα δύο σώματα στο Κογκρέσο (Βουλή των Αντιπροσώπων, Γερουσία) μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, το 79% των ερωτηθέντων δίνει αρνητική απάντηση και μόλις το 8%, θετική.
Ως προς τις γαλλικές εκλογές και τον αντίκτυπο που θα έχουν στις αγορές, το 56% των αναλυτών και διαχειριστών εκτιμά πως αποτελούν ένα μικρό σχετικά γεγονός για τις αγορές που μπορεί να προκαλέσει κάποια νευρικότητα, ενώ το 43% αυτών εκτιμά πως οι αγορές δεν θα επηρεαστούν καθόλου από το συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός.
Τέλος, η Deutsche Bank έθεσε και το ερώτημα του πότε αναμένεται να εισέλθουν σε μια νέα ύφεση οι ΗΠΑ, με την πλειοψηφία να θέτει έναν ορίζοντα βάσης μέχρι το 2024, καθώς το 31% αναμένει μια νέα ύφεση στις ΗΠΑ το 2023, το 29% το 2024 και μόλις το 4% το 2022, ενώ ένα υψηλό ποσοστό της τάξεως του 17% των ερωτηθέντων δεν έδωσε κάποια απάντηση.