Σε αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές προχώρησε η Fitch, διατηρώντας από την άλλη το ελληνικό αξιόχρεο στην βαθμίδα «ΒΒ», ήτοι δύο «σκαλοπάτια» μακριά από το investment grade, επιβεβαιώνοντας τα όσα ανέφερε το insider.gr.
Αξίζει να σημειωθεί πως με την κίνησή της αυτή η Fitch ευθυγραμμίζεται πλέον με τις αξιολογήσεις των Standard & Poor's, και DBRS, ενώ η Moody's που χαρακτηρίζεται από έναν πιο αργό ρυθμό στα rating actions, διατηρεί την Ελλάδα στο «Ba3» (τρία «σκαλοπάτια» μακριά από την επενδυτική βαθμίδα) με σταθερό outlook.
Η αναθεώρηση του outlook στηρίζεται στους παράγοντες της ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας και της υποχώρησης του δημοσιονομικού ελλείμματος που θα στηρίξουν μια ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση του δημοσίου χρέους, στη βάση του χαμηλού τρέχοντος και αναμενόμενου κόστους δανεισμού. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας των assets, μειώνοντας τάχιστα το επίπεδο NPLs του κλάδου και ενισχύοντας την ικανότητά τους να παρέχουν μια πιστωτική επέκταση στην πραγματική οικονομία.
Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει ανακάμψει με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι ανέμενε η Fitch κατά την προηγούμενη αξιολόγηση τον Ιούλιο του 2021. Η Fitch εκτιμά ότι η ανάπτυξη για το σύνολο του έτους ήταν στο 8,3%, σημαντικά υψηλότερη από την πρόβλεψή του Ιουλίου που ήταν στο 4,3%. Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο διάστημα μεταξύ του πρώτου έως του τρίτου τριμήνου του περασμένου έτους ήταν στο 9,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 και το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2021 εκτιμάται ότι ήταν περίπου 1% υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα του τετάρτου τριμήνου του 2019.
Η Fitch εκτιμά πως η ανάκαμψη θα συνεχιστεί το 2022 στη βάση της επιτάχυνσης και αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης με περαιτέρω δυναμική για την οικονομία στο 4,1% (από 5,3% που εκτιμούσε) και με παρόμοιο ρυθμό ανάπτυξης το 2023, ήτοι στο 4% από 3,5% προηγουμένως. Το σκέλος των επιχορηγήσεων ανέρχεται σε περίπου 18 δισ. ευρώ (λίγο κάτω από το 10% του ΑΕΠ του 2019), με τις εκταμιεύσεις να κατανέμονται σε ένα διάστημα έξι ετών.
Ωστόσο, η πανδημία αποτελεί ένα βραχυπρόθεσμο κίνδυνο για την οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη Fitch. Τα κρούσματα κορονοϊού στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά το φθινόπωρο, και με υψηλότερο ρυθμό πρόσφατα με την εξάπλωση της μετάλλαξης «Όμικρον». Η ελληνική κυβέρνηση έχει επαναφέρει ορισμένα περιοριστικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα, ενώ ένας περαιτέρω κίνδυνος για τις προβλέψεις της Fitch απορρέει από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που εντάσσονται στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Χρέος
Ως προς το σκέλος του χρέους, η Fitch επισημαίνει πως ο συνδυασμός της ισχυρότερης, από το αναμενόμενο, οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης του ελλείμματος εξαιτίας της σημαντικής μείωσης των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία θα υποστηρίξει τη μείωσή του. Υπό αυτό το πρίσμα, ο οίκος εκτιμά ότι ο δείκτης δημοσίου χρέους υποχώρησε στο 198,4% το 2021 από 206,3% το 2020 και αναμένεται να μειωθεί στο 190,3% φέτος και στο 185,3% ως το τέλος του 2023. Η Ελλάδα θα αποπληρώσει εκκρεμή δάνεια του ΔΝΤ το 2022 και θα προπληρώσει τις δόσεις των δανείων του 2022 και 2023 από το πρόγραμμα του 2010. Συνολικά, αυτές οι πληρωμές θα ανέλθουν σε 7,2 δισ. ευρώ (περίπου 3,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ), με τη Fitch να υποθέτει ότι περίπου το ήμισυ του ποσού θα χρηματοδοτηθεί από τα ταμειακά αποθέματα. Επιπλέον, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνεχίζει να στηρίζει τις συνθήκες χρηματοδότησης.
Τράπεζες - «Ηρακλής»
Για την πορεία των ελληνικών τραπεζών ο αμερικανικός οίκος αναφέρει πως συνέχισαν να βελτιώνουν την ποιότητα ενεργητικού τους μέσω των τιτλοποιήσεων που υποστηρίζονται από το πρόγραμμα «Ηρακλής», αλλά και από άλλες πωλήσεις χαρτοφυλακίων. Η κυβέρνηση παρέτεινε το πρόγραμμα τον Απρίλιο του 2021 για επιπλέον 18 μήνες έως τον Οκτώβριο του 2022, αυξάνοντας το envelope για τις εγγυήσεις που προσφέρονται. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν σημαντικά το 2021, στα 20,9 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2021 από 60 δισ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα, με τον δείκτη ΝΡL να υποχωρεί στο 15% από 36,3%. Η Fitch αναμένει περαιτέρω βελτίωση στην ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών εφέτος, αν και ελλοχεύουν κίνδυνοι νέων εισροών, ειδικά από τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες που εξακολουθούν να επωφελούνται από τα μέτρα στήριξης.
Η αξιολόγηση «BB» της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τους ακόλουθους βασικούς παράγοντες αξιολόγησης:
Η Ελλάδα έχει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα που ξεπερνά κατά πολύ τον διάμεσο «BB» και «BBB». Οι επιδόσεις σε επίπεδο διακυβέρνησης και οι δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης συγκαταλέγονται στους υψηλότερους έναντι ανάλογων αξιολογήσεων. Αυτά τα πλεονεκτήματα έρχονται σε αντίθεση με τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων και τον πολύ υψηλό όγκο δημόσιου και εξωτερικού χρέους. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε απότομα λόγω της πανδημίας και ο όγκος του θα παραμείνει πολύ υψηλός για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Το 2023, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται πως θα είναι ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των επιμέρους χωρών που αξιολογεί η Fitch και πάνω από τρεις φορές της μέσης πρόβλεψης στις αξιολογήσεις «BB» (56% του ΑΕΠ).
Ταυτόχρονα, υπάρχουν παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Το σημαντικό «μαξιλάρι» ρευστότητας της Ελλάδας διαμορφώνεται κοντά στο 18% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, ενώ τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ελληνικού δημοσίου χρέους σημαίνουν ότι το κόστος εξυπηρέτησης είναι χαμηλό (η πρόβλεψη τόκων προς έσοδα για φέτος είναι 5,6%, σε σύγκριση με τη μέση πρόβλεψη στις αξιολογήσεις «BB» που είναι 9,7%) ενώ και οι αποπληρωμές είναι διαχειρίσιμες. Η μέση διάρκεια ωρίμανσης του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των υψηλότερων, στα 20,5 χρόνια, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους είναι ως επί το πλείστον «κλειδωμένο» σε σταθερό επιτόκιο, περιορίζοντας τον κίνδυνο από πιθανές αυξήσεις των επιτοκίων.
Επιπλέον, η ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ υπήρξε μια σημαντική πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης, συμβάλλοντας στη διατήρηση των αποδόσεων των ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τη Fitch. Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, η ΕΚΤ είχε αγοράσει 34,9 δισ. ευρώ (19,4% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2021) ελληνικών κρατικών ομολόγων, ενώ τον Δεκέμβριο, η ΕΚΤ δήλωσε ότι, ενώ οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα σταματήσουν από τα τέλη Μαρτίου, η περίοδος επανεπένδυσης στις λήξεις θα παραταθεί κατά ένα έτος έως το τέλος του 2024. Επιπλέον, η ΕΚΤ δήλωσε ότι οι επανεπενδύσεις μπορούν να προσαρμοστούν σε περιόδους πιέσεων στις αγορές και τα ελληνικά ομόλογα μπορούν να αγοραστούν πέρα από τα rollovers.
Δημοσιονομικό έλλειμμα
Εν συνεχεία η Fitch, εκτιμά πως παρά την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2021 μειώθηκε ελαφρώς στο 9,7% του ΑΕΠ από 10,1% το 2020 (μεση εκτίμηση ΒΒ: 5,2% του ΑΕΠ). Η διατήρηση του αυξημένου ελλείμματος οφειλόταν στη συνεχιζόμενη στήριξη που παρείχε η κυβέρνηση στον ιδιωτικό τομέα για την πανδημία, με ποσά ύψους 15,6 δισ. ευρώ (8,7% του προβλεπόμενου ΑΕΠ 2021). Η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη και η σταδιακή άρση των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία θα επιφέρουν απότομη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, στο 4,1% του ΑΕΠ, με περαιτέρω μείωσή του το 2023, στο 2,9% του ΑΕΠ.
Τουρισμός
Σύμφωνα με τη Fitch oι αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά μετά τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία το δεύτερο τρίμηνο του 2021, με τον αριθμό των αφίξεων κατά το τρίτο τρίμηνο να ανέρχεται περίπου στο 56% του συνόλου του 2019. Αυτό συνεπάγεται ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για το 2021 θα είναι χαμηλότερο από αυτό που αναμένονταν τον περασμένο Ιούλιο (αναθεωρημένη εκτίμηση 4,4% του ΑΕΠ έναντι 5,7%). Ταυτόχρονα, όμως, δεν αναμένεται βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα επόμενα δύο χρόνια. Η ανάπτυξη που βασίζεται στην εγχώρια ζήτηση θα συνεπάγεται ισχυρή αύξηση των εισαγωγών, αντισταθμίζοντας την ανάκαμψη στους εξαγωγικούς τομείς συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού. Το καθαρό εξωτερικό χρέος έχει υποχωρήσει από το ανώτατο όριο του 2020, αλλά παραμένει υψηλό (εκτίμηση του 2021 λίγο κάτω από το 150% του ΑΕΠ: «BB» διάμεσος, 18,4%).
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητικό rating action/υποβάθμιση αξιολόγησης:
Δημοσιονομικά: Αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, για παράδειγμα λόγω υψηλότερων από το αναμενόμενο ελλειμμάτων ή αδύναμων οικονομικών επιδόσεων.
Μάκρο: Ανανεωμένοι δυσμενείς «κραδασμοί» στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας.
Διαρθρωτικά Χαρακτηριστικά: Οι δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα αυξάνουν τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, μέσω της αποκρυστάλλωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον ισολογισμό του κράτους ή/και της αδυναμίας ανάληψης νέων δανείων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετικό rating action /αναβάθμιση αξιολόγησης:
Δημοσιονομικά: Εμπιστοσύνη σε μια σταθερή πτωτική τάση για τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ που προκύπτει από τα χαμηλότερα ελλείμματα, την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ και το διατηρούμενο χαμηλό κόστος δανεισμού.
Διαρθρωτικά: Συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των assets των τραπεζών, που συνάδει με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών τιτλοποίησης και το χαμηλότερο κόστος απομείωσης και οδηγεί σε περισσότερες δανειοδοτήσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Μακροοικονομικά: Βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής και των επιδόσεων μετά το σοκ της πανδημίας, ιδιαίτερα εάν υποστηριχθεί από την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και άλλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.