Οι δηλώσεις εκτόνωσης της αγανάκτησης για την ραγδαία άνοδο της ακρίβειας και οι καθυστερημένες... εξηγήσεις από την πλευρά της ΕΚΤ στο γιατί δεν κάνει τίποτα για τον πληθωρισμό, προς το παρόν δεν αναιρούν το πρόβλημα του πως πλησιάζει σήμερα ο καταναλωτής μία φρατζόλα ψωμί.
Η δυσκολία αυτής της βασικής σχέσης του καταναλωτή με το ψωμί μεγαλώνει δραματικά.
Έτσι τουλάχιστον δείχνει η πορεία των τιμών στου σκληρού σιταριού και η πρωτοφανής ανισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης διεθνώς.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες τιμές που δίνει το χρηματιστήριο τιμών της Μπολόνια, το πλέον οικείο χρηματιστήριο τιμών σιταριού στην Ελλάδα, η τιμή του τόνου στο σκληρό σιτάρι έχει εκτιναχθεί από τα 297 δολάρια τον Ιούνιο του 2021, ήτοι πριν ένα εξάμηνο, στα 557 δολάρια στις 3 του Φλεβάρη. Μία αύξηση μεγαλύτερη του 80 %.
Η τάση αυτή φαίνεται ώριμη να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο για δύο λόγους:
- Ο ένας έχει να κάνει με την δυναμική της ζήτησης από τις χώρες της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής που παρεμβαίνουν στην αγορά με προσφορές τιμών τόσο μεγαλύτερες από τις τρέχουσες που κάνουν τα φορτία σκληρού σιταριού να αλλάζουν κατεύθυνση στα πλοία που τα κουβαλάνε…
- Ο δεύτερος αφορά την προσφορά και έχει να κάνει τόσο με τις ζημιές της παραγωγής στην Αυστραλία, ένα από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σιταριού του πλανήτη όσο και με τις γεωπολιτικές εξελίξεις με την κρίση στην Ουκρανία και την Ρωσία, δύο χώρες που επίσης είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σίτου στον πλανήτη.
Με τα δεδομένα αυτά και χωρίς να υπάρχει στον ορατό ορίζοντα ενδεχόμενο εμφάνισης παραγόντων βελτίωσης της συσχέτισης της παραγωγής με την ζήτηση, η τάση των τιμών του σκληρού σιταριού, ήτοι της πρώτης ύλης για το ψωμί και τα ζυμαρικά, παραμένει ανοδική…
Ο «κακός» πληθωρισμός (έτσι χαρακτηρίζεται ο πληθωρισμός στα τρόφιμα) φαίνεται πως μέσα στο 2022 έρχεται να εγκατασταθεί στην καρδιά της καταναλωτικής δαπάνης, που είναι τα τρόφιμα.
Ο δείκτης τιμών του FAO κατέγραψε επίπεδα ρεκόρ τον Ιανουάριο με τα δημητριακά να αυξάνονται 12,5% σε σύγκριση μόλις με τον προηγούμενο μήνα τον Δεκέμβριο.
Και όπως αναφέρθηκε λίγο πριν, αυτό συμβαίνει όταν μέσα στο 2021 ήδη η αύξηση που προηγήθηκε ήταν της τάξης του 80%.
Την αύξηση αυτή βέβαια έχει τροφοδοτήσει η κατακόρυφη άνοδος του κόστους της ενέργειας. Αλλά ήδη αυτή η αιτία έχει αρχίσει να αλληλο-τροφοδοτείται με άλλες, όπως οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής ή κακές σοδιές σε σιτο-παραγωγικές περιοχές όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, ή γεωπολιτικές αναταραχές, όπως αυτή με την Ουκρανία και την Ρωσία.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι γεωγραφικά οι αιτίες αφορούν για τις ίδιες χώρες, τόσο την παραγωγή σιταριού όσο και φυσικού αερίου… Αν σ’ αυτό προσθέσεις την σχεδόν απεγνωσμένη ζήτηση για εισαγωγή σιταριού από χώρες όπως αυτές της αραβικής χερσονήσου ή την Β. Αφρική που χωρίς το σιτάρι δεν μπορούν να καλύψουν βασικές επισιτιστικές ανάγκες των λαών τους, καταλαβαίνει κανείς τα περιθώρια που δημιουργούνται για περαιτέρω ενίσχυση της κερδοσκοπίας πέραν της φυσικής πίεσης του πληθωρισμού πάνω στις τιμές.
Αυτή η εικόνα, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει παραδοσιακά εκτεταμένη παραγωγή σκληρού σιταριού, ήδη έχει αρχίσει να αποτυπώνεται – έστω και περιορισμένα - στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, με μία δυναμική που αναμένεται να γίνει περισσότερο ξεκάθαρη τους επόμενους μήνες, στην λιανική αγορά του ψωμιού και των ζυμαρικών.
Συγκεκριμένα με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία συνολικά στην γεωργία και την κτηνοτροφία οι τιμές (Νοέμβριος) έχουν αυξηθεί κατά 16,1%.
Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στα δημητριακά και τους κάθε είδους σπόρους. Η άνοδος αυτή αποδίδεται και εδώ στην εκρηκτική αύξηση της τιμής της ενέργειας και των λιπασμάτων, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει αφ' ενός σε περιορισμό της λίπανσης και αφ’ εταίρου σε περιορισμό και των εκτάσεων που έχουν καλλιεργηθεί.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ βέβαια ότι το καθεστώς των επιδοτήσεων μετριάζει αυτές τις συνέπειες, αλλά δεν τις ακυρώνει.
Αξίζει βέβαια να επισημάνουμε εδώ ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ ο περιορισμός των εκτάσεων καλλιέργειας σκληρού σίτου στην Ελλάδα, έχει παρατηρηθεί και τα χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας, χωρίς να υπάρχει το πρόβλημα του κόστους της ενέργειας ή των λιπασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση όμως τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν αρχίσει να διευρύνονται συνολικά στον χώρο των τροφίμων και ειδικά των βασικών ειδών επισιτισμού.