Οι πληθωριστικές πιέσεις αυξάνονται, οι κεντρικές τράπεζες βήμα το βήμα εγκαταλείπουν στα λόγια και στα έργα την ρητορική της προσωρινότητας του πληθωρισμού και εισάγουν την λογική της σταδιακής απόσυρσης του «φτηνού χρήματος» με πρώτο βήμα τον Μάρτιο.
Το μεγάλο ερώτημα όμως παραμένει το αν ο πληθωρισμός αυτός αργά ή γρήγορα μπορεί να τιθασευτεί και με τι κόστος μέχρι τότε.
Το πρώτο στοιχείο που η πληθωριστική εμπειρία της δεκαετίας 70’ και 80’ παρέχει σαν εργαλείο ανάλυσης στις τρέχουσες προσεγγίσεις είναι ότι ο έλεγχος των πληθωριστικών πιέσεων σταδιακός ή μη δεν θα είναι μία ευθεία καθοδική γραμμή.
Όπως φαίνεται από το διάγραμμα τις δεκαετίες του 70’ και του 80’ οι ανοδικοί και καθοδικοί σπασμοί της πορείας του πληθωρισμού ήταν τουλάχιστον τέσσερις και αυτό γιατί οι πληθωριστικές πιέσεις όντας άλλες προσωρινές και άλλες μεγαλύτερης διάρκειας, τροφοδοτούσαν ανισομερώς προϊόντα και υπηρεσίες, που με την σειρά τους ανακυκλώνονται μέσα από τα βασικά ενεργειακά προϊόντα, τρόφιμα και μεταποίηση.
Αυτό ήδη έχει αρχίσει να καταγράφεται και στην παρούσα τροχιά των πληθωριστικών πιέσεων με παράγοντες μεγαλύτερης και μικρότερης διάρκειας να αλληλλο-συσχετίζονται και να τροφοδοτούν ή να εξαντλούν τις σχετικές πιέσεις ταυτόχρονα.
Ήδη για παράδειγμα σύμφωνα με τις μετρήσεις που έχουν γίνει στις ΗΠΑ από τις πολιτειακές κεντρικές Τράπεζες με διαφορετικά κριτήρια παρακολούθησης, κάποια προϊόντα και υπηρεσίες έχουν παρουσιάσει τάση μείωσης ενώ άλλα ισχυροποιούνται. Συνολικά όμως προς το παρόν η συνιστώσα κινείται ανοδικά.
Το μοναδικό πραγματικά ισχυρό εργαλείο ανάσχεσης των πληθωριστικών πιέσεων στα χέρια των Κεντρικών Τραπεζών ήταν και παραμένει η αύξηση του κόστους του χρήματος και η μείωση της κυκλοφορίας του χρήματος.
Αυτό χρησιμοποίησε ο Βόλκερ το 1980 -81. Αυτό υποτίθεται ότι θα αρχίσουν να εφαρμόζουν από τον Μάρτιο τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ. Με την διαφορά ότι το 81 o Πωλ Βόλκερ ανέβασε «βίαια» τα επιτόκια στο 20% προκαλώντας μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά χρόνια επιβράδυνση της οικονομίας και ταυτόχρονα ισχυροποίηση του δολαρίου.
Μπορεί να ακολουθήσει την ίδια «γραμμή» σήμερα η Fed και η ΕΚΤ; Αναμφίβολα όχι καθώς οι οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου με κέντρο τις ΗΠΑ και την Ευρώπη σήμερα «κάθονται» πάνω σε ένα ηφαίστειο κρατικού χρέους που ξεπερνά τα 60 τρισ. δολάρια…
Η κα Λαγκάρντ το δήλωσε δημόσια, μία «πρόωρη» αύξηση στο κόστος του χρήματος θα μπορούσε να κοστίσει ακριβά στην πολυπόθητη ανάκαμψη των οικονομιών με την έξοδο από την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά οι αγορές έχουν αρχίσει να προεξοφλούν την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους οδηγώντας για πρώτη φορά την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου των ΗΠΑ πάνω από το 2%.
Και όχι μόνο εκεί. Από τα 18 τρισ. δολ. που ήταν η αξία των ομολόγων που διαπραγματεύονταν με αρνητικά επιτόκια πριν την άνοδο του πληθωρισμού σήμερα και ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες έχουν περιορισθεί μόλις στα 4,5 τρισ. δολάρια.
Στην πραγματικότητα όμως η ονομαστική αύξηση των αποδόσεων είναι πλασματική.
Η βίαιη αύξηση του πληθωρισμού στο 7,5% έχει με πραγματικούς όρους οδηγήσει την «πραγματική» απόδοσή του (δηλαδή ονομαστική απόδοση μείον πληθωρισμός) στο μείον 5,5%...
Με άλλα λόγια οι αγορές πιέζουν τις αποδόσεις ανοδικά για να μειώσουν τις ζημιές τους …
Αυτή την «κίνηση» πίσω από τις ονομαστικές τιμές μπορεί να την δει κανείς και στην εξέλιξη της τιμής των πολύτιμων μετάλλων και ειδικά του χρυσού.
Ήδη η τιμή του χρυσού με την ανακοίνωση του πληθωρισμού στο 7,5% ξεπέρασε τα 1.835 δολ. και κινείται μεταξύ 1.835 και 1.840 δολ. Και εδώ παρατηρεί κανείς ότι η αγορά επιδιώκει να πάρει πίσω τα χρήματά της μέσα από την άνοδο της τιμής του χρυσού.
Παρ’ όλα αυτά εδώ μπορεί να παρατηρήσει κανείς κάτι περίεργο και προς στιγμή ανεξήγητο.
Με βάση τα στοιχεία του Οκτώβρη 2021, όταν για πρώτη φορά είχε χτυπήσει ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ το 6,2%, η τιμή της ουγκιάς χρυσού έφτασε περίπου τα 1.878 δολάρια, ενώ στις 19:00 της 10ης Φεβρουαρίου όταν ανακοινώθηκε πληθωρισμός στο 7,5% η τιμή του χρυσού κινήθηκε μεταξύ 1.835-1.840 δολάρια.
Τι συμβαίνει εδώ; Αν με βάση τον πληθωρισμό κάνει κανείς τους υπολογισμούς αναγωγής από Οκτώβρη μέχρι και τις 10 Φεβρουαρίου θα έπρεπε η τιμή του χρυσού να είναι στα 2.225 δολ.
Η διαφορά είναι εντυπωσιακή και κατ’ αρχήν ανεξήγητη πέρα από τις όποιες προσαρμογές αυτή υφίσταται από την χειραγώγηση μέσω των τιμών στα συμβόλαια futures.
Ο χρυσός συνέχισε την ανοδική του τάση, όμως αυτή η τιμή των 2.225 δολάρια δεν επιβεβαιώθηκε μέχρι στιγμής.
Την δεκαετία του 70’ οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν πολλές φορές τροφοδοτούμενες και τροφοδοτώντας τα κύματα του πληθωρισμού, αναστρέφοντας τέσσερις φορές την προσωρινή εκτόνωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Τι ακριβώς συμβαίνει τώρα; Η αλήθεια είναι ότι τόσο το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο όσο και ο χρυσός «τιμολογούνται» σε δολάρια.
Και η αλλαγή της τιμολόγησής τους δηλαδή της ονομαστικής αξίας τους δεν έχει να κάνει τόσο με την αλλαγή της πραγματικής αξίας τους όσο με τις αόρατες αλλαγές στο μέσο με το οποίο τιμολογούνται δηλαδή στο δολάριο. Οι αλλαγές της πραγματικής αξίας του νομίσματος τιμολόγησης είναι στην πραγματικότητα βασικός παράγοντας των αλλαγών στην ονομαστική τιμή των προϊόντων. Και όλα αυτά βέβαια σε ένα περιβάλλον νομισματικού πληθωρισμού χωρίς προηγούμενο τα τελευταία χρόνια.
Το 1981 με την μεγάλη άνοδο των επιτοκίων από τον Βόλκερ εκτινάχθηκε η συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου και μαζί της δημιουργήθηκε μια πρωτοφανής συναλλαγματική αναταραχή – είχε εκλείψει η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς το 1971 – σε σημείο που χρειάσθηκαν 4 – 5 χρόνια για να εξισορροπηθούν οι ισοτιμίες με την Συμφωνία στο Plaza το 1985.
Θα ήταν κατά συνέπεια «λογιστικά» νόμιμο σήμερα, να υποθέσουμε εδώ, πίσω από την ελλειπτικότητα της ανοδικής τάσης του χρυσού μεταξύ Οκτωβρίου – Φεβρουαρίου, σε συνάρτηση με τις μεταβολές του πληθωρισμού, μια «σιωπηρή» προσπάθεια των αγορών να συγκρατήσουν την διολίσθηση της πραγματικής αξίας του δολαρίου εις βάρος του χρυσού, μέσω των συναλλαγών σε τιμές spot και αγορές συμβολαίων futures.
Και κατά πως φαίνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία συναλλαγών αυτή η διαχείριση μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι υπεύθυνη γι’ αυτή την μη αναλογικότητα μεταξύ των μεταβολών του πληθωρισμού και του χρυσού.
Για πόσο ακόμα; Κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει, καθώς και οι Κεντρικές Τράπεζες δεν έχουν ακόμα τετραγωνίσει τον κύκλο του πώς θα αυξήσουν τα επιτόκια σε επαρκή βαθμό, δηλαδή πάνω από το επίπεδο του πληθωρισμού, χωρίς να προκαλέσουν εκ νέου μία ύφεση και συναλλαγματική τρικυμία.