Την ανάγκη για κατακόρυφη ενίσχυση των εισαγωγών υγροποιημένου αερίου, στην περίπτωση που διακοπούν οι εισαγωγές καυσίμου από τη Ρωσία, αποτυπώνει η μελέτη κόστους-οφέλους του ΔΕΣΦΑ για τη νέα πλωτή δεξαμενή (FSU) που σχεδιάζεται να προστεθεί στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη του Διαχειριστή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καινούρια αυτή υποδομή θα δώσει τη δυνατότητα υποδοχής σημαντικά περισσότερων πλοίων στη Ρεβυθούσα, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο σε πολύ μεγάλο βαθμό στη διασφάλιση της επάρκειας τροφοδοσίας με καύσιμο, σε ένα τέτοιο σενάριο.
Υπενθυμίζεται ότι η νέα πλωτή δεξαμενή, για την εισαγωγή επιπλέον LNG, αποτελεί ένα από τα βασικά «αντίμετρα» που προβλέπει το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΥΠΕΝ, για το ενδεχόμενο που κλείσει η ρωσική στρόφιγγα αερίου. Σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποίησε ο ΔΕΣΦΑ, και η οποία τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση την Παρασκευή, 8 Απριλίου, από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η λύση που εξετάζεται αφορά ένα FSU με χωρητικότητα τουλάχιστον 150.000 κυβικά μέτρα LNG.
Η δεξαμενή θα αυξήσει επομένως κατά 70% τη δυναμικότητα των τριών υφιστάμενων χερσαίων δεξαμενών του τερματικού σταθμού, από τα 225.000 κυβικά μέτρα σε τουλάχιστον 380.000 κυβικά. Με την προσθήκη της, θα διασφαλιζόταν ότι η Ρεβυθούσα θα μπορεί να καλύψει το 25% της επιπλέον ζήτησης για φυσικό αέριο (τόσο στην Ελλάδα όσο και στα γειτονικά κράτη), την οποία θα προκαλούσε η διακοπή των ροών από τη Ρωσία. Κι αυτό γιατί η ικανότητα διακίνησης φορτίων LNG από τον τερματικό σταθμό θα ενισχυθεί κατά 27 TWh (Τεραβατώρες).
Άφιξη επιπλέον 50 φορτίων LNG
Η ενίσχυση της ικανότητας διακίνησης είναι άκρως απαραίτητη, με βάση τις συνέπειες που περιγράφει στη μελέτη του ο ΔΕΣΦΑ πως θα προκαλέσει μια ενδεχόμενη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού αερίου. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα διαταράσσονταν οι ροές στις δύο από τις τέσσερις «πύλες εισόδου» αερίου (Σιδηρόκαστρο, Κήποι). Επομένως, σύμφωνα με τον Διαχειριστή, για να μην υπάρξουν περικοπές στην προμήθεια καυσίμου, θα έπρεπε στο επόμενο 12μηνο (από τα τέλη του Μαρτίου 2022 έως τα τέλη Απριλίου 2023) να παραγγελθούν επιπλέον ποσότητες υγροποιημένου αερίου 45 TWh (Τεραβατώρων), οι οποίες μεταφράζονται σε 50 επιπλέον φορτία.
Οι παραγγελίες αυτές θα προστεθούν στις 38 TWh (46 φορτία) που είναι ήδη προγραμματισμένο να εισαχθούν στην Ελλάδα μέσω της Ρεβυθούσας, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, «το σύνολο των 96 φορτίων είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί με την υπάρχουσα αποθηκευτική ικανότητα της Ρεβυθούσας (εκφόρτωση κάθε 3 ημέρες περίπου)», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη.
Αντίθετα, με το νέο FSU θα μπορεί να υλοποιηθεί ένα τόσο «σφιχτό» πρόγραμμα αφίξεων, αποτρέποντας τις καθυστερήσεις στις εισαγωγές, οι οποίες θα οδηγούσαν σε περικοπές στην τροφοδοσία. Επίσης, μία αστοχία άφιξης ενός φορτίου LNG, στην περίπτωση που δεν υλοποιείτο το FSU, θα σήμαινε και σημαντικό οικονομικό κόστος. Ακόμη και αν επρόκειτο για μία μικρή παραγγελία, σύμφωνα με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς του ΔΕΣΦΑ, η ζημία θα έφτανε τα 250 εκατ. δολάρια.
Διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Διαχειριστή , η ανάγκη υποδοχής περισσότερων φορτίων LNG δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από τις πλωτές μονάδες παραλαβής και επανεριοποίησης LNG (FSRU) που πρόκειται να εγκατασταθούν στη χώρα μας. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο λόγος είναι πως τα FSRU δεν μπορούν να προσφέρουν την απαιτούμενη ευελιξία στην εισαγωγή παραγγελιών, καθώς η παραλαβή των φορτίων γίνεται σειριακά. Κάτι που σημαίνει πως η εισαγωγή ενός φορτίου LNG μπορεί να γίνει μόνον αν έχει πλήρως εκφορτωθεί στο δίκτυο η αμέσως προηγούμενη παραγγελία που παρέλαβαν.
Τέλος, με βάση τη μελέτη, η ενίσχυση της δυναμικότητας της Ρεβυθούσας είναι πιθανό να αποδειχθεί πολύτιμη, ακόμη κι αν δεν υπάρξει διαταραχή των ρωσικών ροών. Κι αυτό γιατί η ενίσχυση της ικανότητας διακίνησης αερίου μπορεί να αποτελέσει «όχημα» στην περαιτέρω διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας της ευρύτερης περιοχής με καύσιμο.
Φθηνότερη κατά 48,4 εκατ. η αγορά
Όπως έχει γράψει το Insider.gr, στη μελέτη κόστους οφέλους του ΔΕΣΦΑ μελετώνται δύο σενάρια για την προσθήκη της νέας υποδομής, και πιο συγκεκριμένη η ενοικίαση ενός κατάλληλα εξοπλισμένου δεξαμενόπλοιου LNG, καθώς η αγορά και προσθήκη μίας μόνιμης πλωτής δεξαμενής. Η εξέταση των δύο εναλλακτικών γίνεται σε χρονική ορίζοντα 5ετίας, από την οποία προκύπτει ότι η αγορά είναι πιο συμφέρουσα.
Έτσι, στην περίπτωση της ενοικίασης για 5 έτη, με όρους καθαρής παρούσας αξίας το κόστος θα ανερχόταν σε 110,6 εκατ. ευρώ. Για το ίδιο χρονικό διάστημα, το κόστος αγοράς -και πάλι σε όρους καθαρής παρούσας αξίας- θα ανερχόταν σε 172,8 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η απομένουσα αξία της υποδομής μετά την 5ετία εκτιμάται ότι θα ήταν 108 εκατ. ευρώ, που προφανώς θα μπορούσε να ανακτηθεί μεταπωλώντας την τότε, αν δεν χρειαζόταν πλέον. Επομένως, το πραγματικό κόστος της δεύτερης λύσης είναι 62,2 εκατ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι θα ήταν φθηνότερη κατά 48,4 εκατ.