Θα συνεχισθεί και το 2023 η ελεύθερη πτώση στο ύψος του χρέους ως αναλογία του ΑΕΠ σύμφωνα με τον νέο Προϋπολογισμό. Όσο για την εκδοτική στρατηγική επισημαίνεται από το ΥΠΟΙΚ πως θα είναι προσεκτική λόγω των περιορισμένων αναγκών που υπάρχουν, αλλά και της διεθνούς συγκυρίας.
Με όπλο το ΑΕΠ, την επιστροφή σε πλεονάσματα αλλά και τον πληθωρισμό, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353 δις. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2% έναντι του 2021.
Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357 δις. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,5% του ΑΕΠ έναντι του 2022.
Επισημαίνεται από το ΥΠΟΙΚ πως ο χρονικός ορίζοντας των λήξεων του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, στις 31/8/2022, εκτείνεται μέχρι το έτος 2070. Η περαιτέρω δανειοδότηση του Δημοσίου μέσω των αγορών τα επόμενα έτη αναμένεται να αντικαταστήσει σταδιακά τα δάνεια με ομόλογα, αναφέρει το ΥΠΟΙΚ. Οι δαπάνες για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνονται κοντά στα επίπεδα των 5.500-6.200 εκατ. ευρώ, ήτοι από 2,5% έως 3,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι μειωμένες δαπάνες τόκων τα τελευταία χρόνια οφείλονται στη μείωση του ύψους του δημόσιου χρέους μετά την ανταλλαγή των ομολόγων (PSI) του Μαρτίου 2012 και την επαναγορά του Δεκεμβρίου 2012, στη μείωση των επιτοκίων των δανείων του Μηχανισμού Στήριξης και στην αναβολή καταβολής τόκων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), στην πτώση των επιτοκίων του ευρώ και τις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων, επισημαίνεται.
Οι αγορές
«Δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ), των αναμενομένων αυξημένων επιπλέον εκταμιεύσεων προς το ΕΔ από τα χρηματοδοτικά σχήματα που έχουν ήδη αποφασισθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, καθώς και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το έτος 2023, λόγω και των προαναφερόμενων προπληρωμών, η δανειακή στρατηγική για το επόμενο έτος αναμένεται να είναι περιορισμένη, αναφορικά με το συνολικό ποσό εκδόσεων, ήτοι σε επίπεδα παρόμοια με αυτά του 2022. Συγκεκριμένα, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του ΕΔ στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP, καθ’ όλη τη διάρκειά του, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, η μείωση των περιθωρίων δανεισμού του ΕΔ, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας του ΕΔ ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους. Τέλος, αναλόγως των συνθηκών των αγορών, κατά το νέο έτος θα επιχειρηθεί και έκδοση ελληνικών κρατικών χρεογράφων με προσανατολισμό των δανειακών τους προσόδων στην «πράσινη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη, με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Το ΥΠΙΚ αναφέρει πως για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, θα επιδιωχθεί, στο πλαίσιο λειτουργίας της πρωτογενούς αγοράς, πλέον της εκδοτικής δραστηριότητας, να εφαρμοστεί πολιτική διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μέσω της οποίας θα διασφαλίζεται ο αναγκαίος χώρος για τη συνεχή παρουσία του ΕΔ στις αγορές, η περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας και η βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών ομολόγων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση της εκάστοτε κλίσης της ελληνικής καμπύλης αποδόσεων για τη διασφάλιση βέλτιστου αποτελέσματος, αναφορικά με το κόστος δανεισμού.
Κατά το 2023 θα διατηρηθούν οι βασικοί μεσοπρόθεσμοι στόχοι διαχείρισης του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, όπως είναι η πλήρης αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου για τα δάνεια εκτός ευρώ και η διατήρηση της υφιστάμενης αναλογίας χρέους σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Απολογιστικά επισημαίνεται από το ΥΠΟΙΚ πως το 2022, οι χρηματοδοτικές ανάγκες τόσο των χωρών της Ευρωζώνης όσο και της χώρας μας ήταν αυξημένες λόγω της συνέχισης της πανδημίας του Covid-19, αλλά κυρίως λόγω των γεγονότων στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης που ακολούθησε. «Όμως, η εντυπωσιακή αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ τόσο του πραγματικού όσο και του ονομαστικού, είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων και ως εκ τούτου τον περιορισμό της εκδοτικής δραστηριότητας του ΕΔ που με τη σειρά της οδήγησε στη σταθεροποίηση του υφιστάμενου ύψους του δημοσίου χρέους και σε μεγάλη μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ, διατηρώντας παράλληλα το ύψος των ταμειακών του διαθεσίμων στα ίδια με τα περυσινά επίπεδα» αναφέρεται.
Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση του ΕΔ για όλο το έτος 2022 συνέχισε να υλοποιείται μέσω εκδόσεων εντόκων γραμματίων, διάρκειας 13, 26 και 52 εβδομάδων, εξασφαλίζοντας συνεχή εκδοτική παρουσία σε όλο το βραχυχρόνιο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων, διατηρώντας στα ίδια περίπου επίπεδα τη μέση σταθμική ωρίμανση του βραχυχρόνιου δανεισμού, καθώς και τους δείκτες κινδύνου αναχρηματοδότησης. Πέραν των αυξημένων εσόδων, οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του ΕΔ, περιλαμβανομένων και των πρόωρων εξοφλήσεων των δανείων του ΔΝΤ και των διμερών δανείων με τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF), για το 2022, καλύφθηκαν επίσης από δύο κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου και μία κυμαινόμενου επιτοκίου, με διάρκεια δέκα και πέντε ετών αντίστοιχα, συνολικής ονομαστικής αξίας 5.500 εκατ. ευρώ. Έτσι, το ΕΔ υλοποίησε μέρος του εγκεκριμένου δανειακού προγράμματος του έτους, καλύπτοντας συγχρόνως τα κενά ληκτότητας της καμπύλης αποδόσεων με επαρκούς ρευστότητας ομολογιακές εκδόσεις αναφοράς (benchmark issues) και βελτιώνοντας περαιτέρω τους όγκους συναλλαγών της δευτερογενούς αγοράς ελληνικών κρατικών χρεογράφων. Επίσης, κατά ένα μέρος, καλύφθηκαν και από δημοπρασίες ομολόγων συνολικού ποσού 1.400 εκατ. ευρώ που έλαβαν χώρα για πρώτη φορά μετά από 12 έτη. Οι εν λόγω δημοπρασίες, εκτός άλλων, σκοπό είχαν την παροχή περαιτέρω ρευστότητας σε επιλεγμένα σημεία της καμπύλης προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών κρατικών χρεογράφων, ενώ αποτελούν ένα ακόμα σημαντικό βήμα επιστροφής του ΕΔ στην εκδοτική κανονικότητα.
Υπενθυμίζεται από το ΥΠΟΙΚ πως πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 2022 κοινοπρακτική έκδοση δεκαετούς ομολόγου ονομαστικής αξίας 3.000 εκατ. ευρώ με σταθερό επιτόκιο 1,75% και ακολούθησε τον Μάϊο του 2022 κοινοπρακτική επανέκδοση επταετούς ομολόγου, λήξεως 22/4/2027, σταθερού επιτοκίου 2,00%, ύψους 1.500 εκατ. ευρώ, με απόδοση 2,367%. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν, μέσω δημοπρασίας, τρεις επανεκδόσεις ομολόγων λήξεως 30/1/2033, 30/1/2037 και 30/1/2042, σταθερού επιτοκίου 3,90%, 4,00% και 4,20%, με αποδόσεις 3,611%, 3,512% και 3,555%, αντίστοιχα. Ακολούθησε, τον Ιούλιο του 2022, επανέκδοση μέσω δημοπρασίας του δεκαετούς ομολόγου σταθερού επιτοκίου 1,75%, ύψους 500 εκατ. ευρώ, με απόδοση 3,667%. Στα τέλη Ιουλίου του 2022 πραγματοποιήθηκε κοινοπρακτική έκδοση πενταετούς ομολόγου κυμαινόμενου επιτοκίου, ύψους 1.000 εκατ. ευρώ, με επιτόκιο 3Μ Euribor + 1,23%.
Κατά τη διάρκεια του έτους το ΥΠΟΙΚ συνέχισε να εκδίδει τίτλους βραχυπρόθεσμης διάρκειας. Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση πραγματοποιήθηκε με μηνιαίες εκδόσεις εντόκων γραμματίων διάρκειας 13 και 26 εβδομάδων και τριμηνιαίες 52 εβδομάδων, καθώς επίσης και σύναψη συμφωνιών repos κυρίως με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Στις 31/08/2022 το ανεξόφλητο υπόλοιπο των εντόκων γραμματίων ΕΔ (ΕΓΕΔ) ανερχόταν σε 11.800,00 εκατ. ευρώ, ενώ τα repos ανήλθαν σε 39.694,02 εκατ. ευρώ.
Η συνολική αξία των συναλλαγών που καταγράφηκε στο Σύστημα Άυλων Τίτλων της ΤτΕ, η οποία περιλαμβάνει τις αγοραπωλησίες τίτλων και τις συμφωνίες επαναγοράς στην εξωχρηματιστηριακή αγορά (over-the-counter) και τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες διαπραγμάτευσης, διαμορφώθηκε σε 705,62 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2022 έναντι 592,44 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2022, ενώ το β’ τρίμηνο του 2021 είχε διαμορφωθεί σε 108,32 δισ. ευρώ.
Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022, το 27,7% της συναλλακτικής δραστηριότητας στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) επικεντρώθηκε στους τίτλους με διάρκεια έως 5 έτη, το 25,8% στους τίτλους με διάρκεια από 5 έως 10 έτη και το 46,5% σε τίτλους με διάρκεια από 10 έως 30 έτη. Η σύνθεση της ομάδας των βασικών διαπραγματευτών αγοράς κατά το τρέχον έτος αποτελείται από 4 ελληνικά και 14 διεθνή πιστωτικά ιδρύματα Ελλάδος.