Χωρίς αλλαγές αναμένεται να κινηθεί και ο οίκος Fitch (στις 7 Οκτωβρίου) - ο τρίτος κατά σειρά μετά τη DBRS και τη Moody's - ως προς την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, διατηρώντας την ελληνική οικονομία στο «BB» με θετικό outlook, ήτοι δύο βαθμίδες μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως σημειώνει σε σχόλιό της η Morgan Stanley, «ενώ η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας έχει υπεραποδώσει έναντι των προσδοκίων του consensus των αναλυτών, μέχρι στιγμής για εφέτος, αναμένουμε από τη Fitch να διατηρήσει αμετάβλητη την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας καθώς επικρατεί μια υψηλή μακροοικονομική αβεβαιότητα», σημείο που έχουν υπερτονίσει και άλλοι διεθνείς οίκοι και αναλυτές, ενώ και ο δρόμος που ανοίγεται για τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών κάνει τους οίκους αξιολόγησης να διατηρούν μια στάσης αναμονής.
Συγκεκριμένα, η πορεία των έντονων πληθωριστικών πιέσεων αλλά και το ταχύτατα επιδεινούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον αποτελούν τους βασικούς παράγοντες τροχοπέδης στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, ενώ γύρω από αυτούς διαμορφώνονται και επιμέρους επικίνδυνες ζώνες για την εγχώρια οικονομία.
Πρόσφατα, μιλώντας στο insider.gr, η Nichola James, Co-Head of Global Sovereign Ratings της DBRS Morningstar επισήμανε πως, εάν τα σύννεφα της καταιγίδας σκοτεινιάσουν περαιτέρω πάνω από την παγκόσμια οικονομία, ο τουριστικός κλάδος - «κλείδι» της χώρας θα μπορούσε να αντιμετωπίσει περαιτέρω αντιξοότητες και με τον πληθωρισμό στα επίπεδα που βρίσκεται, η οικονομία και οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί θα μπορούσαν να τεθούν ξανά υπό πίεση. Αυτή η κρίση αποτελεί άλλη μια ευκαιρία για την Ελλάδα να αποδείξει το επίπεδο ανθεκτικότητάς της. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την ίδια, αν και τα μέτρα κρατικής στήριξης διαδραμάτισαν ένα καθοριστικό ρόλο στην αποτροπή σοβαρότερων μειώσεων των εισοδημάτων μέχρι στιγμής, η τρέχουσα διεθνής κατάσταση θα μπορούσε να καθυστερήσει την προγραμματισμένη επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Από τη μεριά της, και ως προς τος σκέλος του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, η Standard & Poor's ανέφερε μέσω της ανάλυσης της «Banking Industry Country Risk Assessment (BIRCA)» πως οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αυξημένους οικονομικούς κινδύνους, κάτι που οφείλεται κυρίως στους υψηλούς ακόμη όγκους μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPA) σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εξακολουθεί να ανακάμπτει από την ύφεση.
Οι πρόσφατα ολοκληρωμένες και συνεχιζόμενες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις αναμένεται να οδηγήσουν το δείκτη NPA για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα χαμηλότερα του 10% των συνολικών δανείων μέχρι το τέλος του 2022 (χαμηλότερα του 7% μέχρι τα τέλη του επόμενου έτους), συνεχίζοντας ωστόσο να αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη μαζί με την Κύπρο.
Η S&P αναμένει επίσης ένα κόστος κινδύνου χαμηλότερο των 100 μονάδων βάσης για τις περισσότερες τράπεζες τους επόμενους 12 - 18 μήνες, καθώς έχουν ολοκληρώσει το μεγαλύτερος μέρος της εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Παρ'όλα αυτά, σημειώνει ότι οι τεράστιες προβλέψεις που έχουν κάνει από το 2011 δεν οδηγούν σε βελτιωμένους δείκτες κάλυψης καθώς οι περισσότερες από τις νέες προβλέψεις καταλογίστηκαν έναντι διαγραφών, κυρίως με τη μορφή πωλήσεων και τιτλοποιήσεων. Επιπλέον, οι οικονομικές προοπτικές της χώρας αναμένεται να βελτιωθούν από την εισροή των ευρωπαϊκών πόρων, ενώ από την άλλη ο οίκος διατηρεί τις επιφυλάξεις του εξαιτίας 1) της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και των ευρύτερων κινδύνων που απορρέουν από αυτήν, 2) των αυξημενων πληθωριστικών πιέσων που μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, 3) του κίνδυνο μείωσης του εμπορίου και του τουρισμού και 4) της μείωση της παγκόσμιας ζήτησης.