Τον διπλό ρόλο της διατήρησης των ταμειακών διαθεσίμων σε υψηλά επίπεδα, με το βλέμμα στην εικόνα που έχει η χώρα στις αγορές και στην παγκόσμια κρίση, αλλά και την ανάδειξή του σε ασπίδα για να μη βυθιστεί σε ύφεση η ελληνική οικονομία το 2023, έχει «αναλάβει» το Ταμείο Ανάκαμψης. Στο σκέλος της κρατικής ρευστότητας, ο πρώτος στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι θα φτάσουν στα 11,1 δισ. ευρώ τα δάνεια και επιδοτήσεις της ΕΕ που θα τροφοδοτήσουν τα κρατικά ταμεία έως το τέλος του 2022.
Το ποσό αυτό σε συνδυασμό με το τελευταίο πακέτο παρεμβάσεων στο χρέος από τον ESM που αναμένεται επίσης τον Δεκέμβριο, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, θα δώσει μία θετική εικόνα προς τα «έξω» για την Ελλάδα, αλλά θα βοηθήσει επίσης στις προγραμματισμένες πληρωμές χρέους που έρχονται περιλαμβανομένης και της συμφωνημένης από την άνοιξη πρόωρης αποπληρωμή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων του Greek Loan Facility (GLF), ύψους 2.645 εκατ. ευρώ, η οποία αναμένεται να έχει πραγματοποιηθεί έως το τέλος του τρέχοντος έτους, αφού θα έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες νομικές διαδικασίες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, όπως αναφέρεται στο Προσχέδιο Προϋπολογισμού.
Η τροφοδότηση της πραγματικής οικονομίας
Στο άλλο όμως πεδίο, αυτό της διανομής του κοινοτικού χρήματος στην αγορά μέσω επιδοτήσεων και δανείων, η κατάσταση από εδώ και πέρα αναμένεται να είναι όλο και πιο απαιτητική. Κυρίως στο σκέλος της απορρόφησης των επιδοτήσεων που «απαιτούν» διπλασιασμό της παραγωγής έργων στην Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει και στο σκέλος των οροσήμων και στόχων του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα γίνονται όλο και πιο πολυπληθή, με επόμενο «ραντεβού» στις αρχές του 2023 για ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει να ολοκληρωθεί παράλληλα με την επίσημη πλέον έναρξη της προεκλογικής περιόδου, εξηγούν αρμόδιες πηγές.
Η σημασία του ρόλου του Ταμείου Ανάκαμψης στο αναπτυξιακό επίπεδο φάνηκε από τις εκθέσεις που δόθηκαν στη δημοσιότητα το προηγούμενο διήμερο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και από το ΙΟΒΕ.
Το ΔΝΤ εκτίμησε ότι η ανάπτυξη της Ελλάδος θα είναι πολύ ισχυρή φέτος και θα συνεχιστεί με ρυθμό 1,4% το 2023, υπονοώντας όμως εμμέσως, μέσα από τις προβλέψεις του ανά τρίμηνο, πως η Ελλάδα (όπως και πιο πολλές χώρες της ΕΕ), θα μπουν για ένα μικρό διάστημα σε ύφεση.
Από την άλλη πλευρά, το ΙΟΒΕ, στη χθεσινή παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσής του, εκτίμησε ότι το βασικό σενάριο για το 2023 είναι ανάπτυξη κατά 1,6%. Ωστόσο έγινε σαφές ότι το σημείο-κλειδί θα είναι οι επενδύσεις, ειδικά του Ταμείου Ανάκαμψης που μπορούν αν τρέξουν έστω με μικρή απόκλιση από τους αρχικού στόχους να γίνουν ασπίδα αποφυγής του σεναρίου για μηδενική ανάπτυξη τον επόμενο χρόνο...
Εξάλλου, τα τελευταία επίσημα στοιχεία για την πορεία του Ταμείου Ανάκαμψης δείχνουν πως οι στόχοι στα δάνεια έχουν παρουσιάσει υπέρβαση (σ.σ. λόγω της αύξησης του κόστους δανεισμού το σταθερό επιτόκιό του γίνεται όλο και πιο θελκτικό), ενώ στο πεδίο των επιδοτήσεων ο στόχος 8μήνου έχει μεν ικανοποιηθεί, αλλά από εδώ και πέρα, ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται κατακόρυφα.
Στο προσχέδιο Προϋπολογισμού για το έτος 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων 5,6 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,5 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 372 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,5 δισ. ευρώ. Φέτος η πρόβλεψη παραμένει για δαπάνες 3,2 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου, για τα επενδυτικά σχέδια που έχουν κατατεθεί έχει προβλεφθεί απορρόφηση στον τακτικό προϋπολογισμό ποσό ύψους 2,4 δισ. ευρώ για το 2022 και 2,1 δισ. ευρώ για το 2023.
Η συζήτηση στη Βουλή
Πιο «φρέσκια» στοιχεία για την πορεία του δόθηκαν στη δημοσιότητα χθες με αφορμή τη σχετική συζήτηση που έγινε στη Βουλή. Ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Θόδωρος Σκυλακάκης ενημέρωσε για την πορεία υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, εκτιμώντας πως «έχουμε μια σχετική ασφάλεια ότι θα λάβουμε τα χρήματα μέχρι τέλος του χρόνου ή, το πολύ, στις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου», αναφερόμενος στη 2η δόση.
Όπως είπε, οι απορροφήσεις επιδοτήσεων είναι στα 1,82 δισ. ευρώ (στις 10/10/2022) και στα δάνεια 31 έχουν συμβασιοποιηθεί, με προϋπολογισμό επενδυτικών σχεδίων 1,6 δισεκατομμύρια (719 εκατομμύρια ευρώ συμμετοχή). Εξήγησε όμως πως «οι δυσκολίες που θα έχουμε μπροστά μας» είναι πολλές. Όσο θα περνάμε από τα επενδυτικά σχέδια και τις ιδιωτικές επενδύσεις στα δημόσια έργα, μπαίνουμε σε περιοχή «υψηλού κινδύνου». Ο «υψηλός κίνδυνος» έχει δύο όψεις, είπε: Η μία είναι η γραφειοκρατία πριν και μετά την υλοποίηση του διαγωνισμού, «δηλαδή μέχρι την ανάθεση και μετά την ανάθεση. Και η δεύτερη είναι οι προσφυγές, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό δεν μπορείς να τις ελέγξεις. Εξαρτάται από την ποιότητα των διαγωνισμών, αλλά υπάρχουν και οι προσφυγές που γίνονται για λάθος λόγους» τους οποίους «όλοι όσοι έχουμε ασκήσει διοίκηση το έχουμε ζήσει».
Επιπλέον, ανέφερε ότι είναι αισιόδοξος από πλευράς ταχύτητας της ροής των πόρων «και έχουμε πετύχει και κάποιες σημαντικές πρώτες απορροφήσεις, οι οποίες θα φανούν πολύ περισσότερο στο αμέσως επόμενο διάστημα». «Σας ξαναλέω δεδομένου ότι έχουμε μπροστά μας εκατοντάδες δημόσιους διαγωνισμούς, η δυσκολία είναι μπροστά μας και απαιτεί από όλους και από την αγορά και από τη δικαιοσύνη, προφανώς από την κυβέρνηση που έχει την κεντρική ευθύνη πιστεύω και από την αντιπολίτευση όποιος και αν βρίσκεται στα έδρανα της αντιπολίτευσης απαιτεί να το κρατήσουμε αυτό το εργαλείο όσο γίνεται έξω από τις συνήθεις αντιπαραθέσεις», επισήμανε.
Από την πλευρά του ο Διευθυντής του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας Νίκος Ματζούφας σημείωσε πως μέχρι τέλος Δεκεμβρίου - αρχές του έτους, συνολικά θα έχουν έρθει 11,1 δισ. στην ελληνική οικονομία «και είναι σε ταμειακά διαθέσιμα», εξηγώντας πως είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι στην ελληνική οικονομία εισρέουν αυτοί οι πόροι.
Επίσης, για το λεγόμενο National Compartment του InvestEU των 500 εκατ. ευρώ που θα δίνει δάνεια τύπου πακέτου Γιουνκέρ, ανέφερε πως τις επόμενες εβδομάδες θα υπογραφεί, προκειμένου -υπό την αιγίδα του InvestEU που είναι ένα ευρωπαϊκό εγγυοδοτικό όργανο και με ειδικό 0,5 δισ. από τον National Compartment - να είναι ένα εγγυοδοτικό κοινοτικό πρόγραμμα, το οποίο θα τρέξει μέσω των τραπεζών. Οι δανειοδοτήσεις του θα είναι της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ και θα αφορά αποκλειστικά μικρομεσαίες.