Στην τελευταία δημόσια παρέμβασή της η κα Λαγκάρντ επιβεβαίωσε, όπως έχει επισημάνει με ρεπορτάζ του το Insider.gr, ότι «...τον Δεκέμβριο θα καθορίσουμε τις βασικές αρχές για τη μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων...».
Η φράση αυτή ίσως είναι η χειρότερη προειδοποίηση για τις υπερχρεωμένες οικονομίες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά για το 2023.
Η «μετάφραση» της συγκεκριμένης δήλωσης ισοδυναμεί με σήμα, ότι μέσα στο 2023 το κόστος δανεισμού επανέρχεται στο έλεγχο των χρηματαγορών, δηλαδή των δανειστών.
Μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων σημαίνει ότι η ΕΚΤ αποσύρεται σαν αγοραστής χρέους από τις αγορές ομολόγων και αφήνει ελεύθερο το πεδίο στους επενδυτές των χρηματαγορών να καθορίσουν αυτοί το μέγεθος του κινδύνου του δανειολήπτη και έτσι το κόστος της ανάληψης του ρίσκου αγοράς του ομολόγου του μέσω της τιμής του ομολόγου και της απόδοσής του (επιτοκίου).
Με άλλα λόγια η απόσυρση της ΕΚΤ από κυρίαρχο παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών των ομολόγων, αποδίδει και πάλι στις αγορές τον ρόλο αυτό, κάτι που ισοδυναμεί με διολίσθηση των τιμών των ομολόγων, αύξηση των αποδόσεων και spreads.
Με αυτές τις συνθήκες η ΕΚΤ κάνει και κάτι άλλο, ιδιαίτερα σημαντικό για αυτή.
Αποδεσμεύεται από την ανάγκη να αυξήσει η ίδια τα επιτόκια όσο θα απαιτούσε ο πληθωρισμός και το αφήνει αυτό στις αγορές...
Με αυτή την νέα συνθήκη η ΕΚΤ αφήνει τις αγορές να τα βάλουν με τον πληθωρισμό αυξάνοντας το κόστος του χρήματος και μειώνει την δική της «έκθεση» σαν «υπεύθυνη» για την δραματική οικονομική επιβράδυνση – ύφεση στην Ευρωζώνη το 2023.
Βέβαια η σταδιακή αυτή απόσυρση της ΕΚΤ από τις αγορές χρέους μέσω της μείωσης επανεπένδυσης των πόρων που προκύπτουν από τις λήξεις των ομολόγων του χαρτοφυλακίου της, όσο «σταδιακή» και αν είναι, έχει τις διαστάσεις ενός νομισματικού σεισμού για την ευρωοικονομία καθώς αφορά την απόσυρση 8 τρισ. ευρώ από αυτή.
Και για να είμαστε ακριβείς αφορά στην απόσυρση πολλαπλάσιων κεφαλαιακών όγκων από τα 8 τρις ευρώ, καθώς αυτά έχουν μοχλευθεί περισσότερες από 20 φορές στις χρηματαγορές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των μεγάλων τραπεζικών Ομίλων.
Το μεγάλο ερώτημα κατά συνέπεια για την ΕΚΤ στο οποίο πρέπει να απαντήσει η κα Λαγκάρντ τον Δεκέμβριο με τις ανακοινώσεις της, είναι το πως αυτό μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς να γίνει «σεισμός» στην ευρωπαϊκή χρηματαγορά και χωρίς να οδηγηθούν σε αδιέξοδο οι αναχρηματοδοτήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους για τα επόμενα ένα – δύο χρόνια.
Οι «λεπτομέρειες» αυτής της διαδικασίας αποτελούν αυτή την στιγμή πολύ μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα για τις χρηματαγορές και την Ευρωοικονομία, από το αν θα ανακοινώσει η ΕΚΤ νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50% ή κατά 0,75%...
Το ελληνικό πρόγραμμα δανεισμού
Η νέα αυτή συνθήκη στην ευρωπαϊκή αγορά χρήματος «εξηγεί» το γιατί το ελληνικό δημόσιο έχει αρχίσει να κάνει μία στροφή στην τακτική δανεισμού του από την στιγμή που ενεργοποιήθηκε η διαδικασία απόσυρσης του προγράμματος PEPP.
O ΟΔΔΗΧ όπως επισήμανε με χθεσινό του ρεπορτάζ το Insider.gr, έχει αρχίσει να αλλάζει το πρόγραμμα δανεισμού του, κάνοντας εκ των υστέρων το πρώτο βήμα φέτος, μειώνοντας το προβλεπόμενο πρόγραμμα δανεισμού του Προϋπολογισμού του 2022.
Το μειώνει ακόμα περισσότερο – παρά τις πολύ πιο δύσκολες συνθήκες – και για το 2023, από τα 12 – 14 δισ. ευρώ σε μόλις 7 δισ. ευρώ την επόμενη χρονιά.
Στόχος είναι να αφήσει όσο το δυνατόν λιγότερη δανειακή... επιφάνεια, «έκθετη» στην βίαιη επιστροφή - εισβολή των αγορών στον καθορισμό του κόστους δανεισμού με την απόσυρση της ΕΚΤ από την αγορά χρέους.
Όπως είναι γνωστό η ΕΚΤ καθόριζε μέχρι σήμερα τις τιμές και τις αποδόσεις των ελληνικών όπως και των ιταλικών και των άλλων ευρωομολόγων, με τις σαρωτικές αγορές της μέσω του PEPP και του APP.
Το τέλος αυτής της συνθήκης στους όρους δανεισμού, έχει αρχίσει να εισάγει το ελληνικό δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα στον νέο καθεστώς, που θα ξεκαθαριστεί με τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ στα μέσα του Δεκέμβρη...
Τότε θα μάθουμε το τι σημαίνει «δανείζομαι» στο νέο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο θα κυριαρχεί η λογική των χρηματαγορών και όχι η προστασία της ΕΚΤ.