Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ένα μόλις 24ωρο μετά τις ανακοινώσεις της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) πρόκειται να ανακοινώσει το πως θα συνεχίσει μέσα στο 2023 τον βηματισμό του, όσο αφορά την νομισματική σύσφιξη με την αύξηση των επιτοκίων και την σταδιακή συρρίκνωση της ρευστότητας.
Και το μεγάλο ερώτημα των αγορών, αλλά και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είναι το κατά πόσο η διοικήτρια της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είναι σε θέση να ακολουθήσει τους «ελιγμούς» του Τζερόμ Πάουελ και της Fed.
H σχέση αυτή δεν είναι απλή, ούτε ευθύγραμμη. Και πολύ περισσότερο θα επηρεάσει ουσιαστικά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου, για την οποία κανείς δεν θέλει να μιλά στην Φρανκφούρτη, αλλά ήταν και παραμένει ο σιωπηλός εφιάλτης. Πολύ περισσότερο στην τρέχουσα συγκυρία.
Το καθοριστικό στοιχείο στην απόφαση της ΕΚΤ είναι -σε διαφορά με τον Δεκέμβρη- ότι υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην κατάσταση που δεν επιτρέπουν στην ΕΚΤ να βγάλει... άμυνες απέναντι στην Fed χωρίς να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά. Με άλλα λόγια έχει αλλάξει το οικονομικό περιβάλλον της Ευρωζώνης μέσα στο οποίο η ΕΚΤ μπορούσε να ακολουθήσει έστω και με καθυστέρηση την Fed μέσα στο 2022, καθώς το πλαίσιο συγκρατημένης ανάπτυξης επέτρεπε να απορροφηθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η αύξηση των επιτοκίων.
Τώρα όμως το περιβάλλον αυτό έχει αλλάξει, καθώς η όποια απόφαση για τον βηματισμό της μέσα στο 2023 πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός πως είτε μικρότερη, είτε μεγαλύτερη, η οικονομική επιβράδυνση στην Ευρωζώνη είναι εδώ.
Αυτό το πεδίο είναι εντελώς διαφορετικό και η ΕΚΤ δεν μπορεί να το αγνοήσει, όποια και αν είναι ταχύτητα με την οποία επιλέγει η Fed να κινηθεί.
Ο ανταγωνισμός και πόλεμος
Η αλλαγή αυτή στο περιβάλλον που πρέπει να αποφασίσει η ΕΚΤ έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για ένα επιπλέον λόγο.
Η Ευρωζώνη από την 1/1/2023 υφίσταται τις ασφυκτικές πιέσεις του ανταγωνισμού από τις ΗΠΑ μέσω των συνεπειών του νόμου Μπάιντεν για την αναχαίτιση του πληθωρισμού, δηλαδή του νέου προγράμματος υποστήριξης της αμερικάνικης παραγωγικής «γραμμής» η οποία ήδη ελκύει και «απορροφά» επενδυτικά κεφάλαια από τον ζωτικό χώρο της Ευρωζώνης.
Και απέναντι στις συνέπειες αυτές, η Ευρωζώνη δεν μπορεί να αντιδράσει, καθώς οι δικές της «απαντήσεις» έχουν μπλοκάρει στο πεδίο των εσωτερικών αντιφάσεων μεταξύ Βερολίνου και Βρυξελλών αλλά και των εθνικών ανταγωνισμών της Ε.Ε.
Στο μεταξύ αυτός ο «πόλεμος» μέσα στο 2023 θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς του και με τις συνέπειες της επερχόμενης νέας και μεγαλύτερης σε ένταση και βάθος πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία η οποία ετοιμάζεται για την μεγάλη αναμέτρηση της άνοιξης.
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση της ΕΚΤ αύριο θα πρέπει να συνταχθεί από το Συμβούλιό της, αλλά και να αποκωδικοποιηθεί από τις αγορές και τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης με ένα πολύ πιο δύσκολο «μεταφραστικό» κώδικα, καθώς η αβεβαιότητα τροφοδοτείται από τις νεότερες εξελίξεις.
Με άλλα λόγια η ΕΚΤ αύριο, δεν θα έχει περιθώρια για «προσωρινά» λάθη...