Ο επικεφαλής της ολλανδικής Κεντρικής Τράπεζας και μέλος του Συμβουλίου της ΕΚΤ Κλάας Κνοτ, σε τελευταία τοποθέτησή του (8/2/2023) δεν άφησε κανένα περιθώριο παρεξηγήσεων. Ξεκαθάρισε οτι παρά το γεγονός οτι η ΕΚΤ έχει δηλώσει οτι θα κινείται με βάση τα εκάστοτε «δεδομένα», έχει ενα βασικό σενάριο οι εκτιμήσεις του οποίου προβλέπουν ως αναγκαία την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων τον Μάρτιο κατα 0,5%, αυξάνοντας έτσι το τελευταίο οκτάμηνο τα επιτόκια συνολικά κατα 3,5%.
Πρόκειται για την πιο «βίαιη» αύξηση του κόστους χρήματος στην Ευρώπη. Μετά από τον Μάρτιο και με βάση τα δεδομένα θα επανεξεταστεί η ταχύτητα και ο βηματισμός της ΕΚΤ. Και ίσως τότε αναθεωρήσει τον βηματισμό της σε πιο μικρές αυξήσεις.
Ο βηματισμός αυτός θα εξελίσσεται παράλληλα με την συρρίκνωση των ποσών επανεπένδυσης των προγραμμάτων του QE. Που, επίσης σύμφωνα με την τελευταία τοποθέτηση του επικεφαλής της Βundesbank Χοακίμ Νάγκελ θα πρέπει από τον Ιούλιο να επιταχυνθεί.
Με άλλα λόγια, ακόμα και αν οι αυξήσεις επιτοκίων επιβραδυνθούν μετά τον Μάρτιο θα επιταχυνθεί η συρρίκνωση της διαθέσιμης ρευστότητας, ήτοι θα αυξηθούν οι πιέσεις στις αγορές για αύξηση των επιτοκίων. Μέσα σ' αυτό το επιδεινούμενο γκρίζο τοπίο στις χρηματαγορές η ΕΚΤ αφήνει μία μικρή «χαραμάδα» για φθηνότερη χρηματοδότηση: τα ομολογιακά δάνεια που αφορούν στην πράσινη μετάβαση.
Κάτι σαν «πράσινο QE»...
Η ΕΚΤ θα μεταβάλει το βάρος των «επανεπενδύσεων» προς όφελος των κρατικών και εταιρικών ομολόγων που κινούνται στο πλαίσιο της πράσινης (και ESG) μετάβασης.
Αυτό ισοδυναμεί με ενα πεδίο εξαίρεσης στο τοπίο των χρηματαγορών καθώς η ΕΚΤ θα αποσύρεται ως «επενδυτής» από όλα τα πεδία και θα παραμένει ενεργός «αγοραστής» μόνο σ' αυτά, στηρίζοντας έτσι τις τιμές τους και διασφαλίζοντας χαμηλότερες αποδόσεις.
Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε σήμερα η Ιζαμπέλ Σνάμπελ του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στον τακτικό διάλογο της στο tweet της ΕΚΤ.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα για το αν υπάρχει σταθερό όριο στο νέο «πρασινο QE» όπως το αποκάλεσαν, είπε: Ο όγκος των αγορών ομολόγων στο πλαίσιο του QE καθορίζεται αποκλειστικά από τον στόχο της νομισματικής πολιτικής μας. Δεδομένου αυτού, στοχεύουμε στην απαλλαγή των εταιρικών ομολόγων μας από τις ανθρακούχες εκπομπές σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού, στρέφοντας τις αγορές μας προς πιο πράσινες επιχειρήσεις.
Όσον αφορά δε τα κριτήρια στα οποία βασίζεται αυτή η τακτική παρέμβασης της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων η Ιζαμπέλ Σνάμπελ διευκρίνισε οτι αυτή γίνεται με βάση τρία κριτήρια:
- Την σύγκριση με τις προηγούμενες εκπομπές διοξειδίου του εκδότη τοου ομολόγου (scope 1&2 και εν μέρει scope 3)
- Τον σχεδιασμό του εκδότη για τις μελλοντικές εκπομπές διοξειδίου και
- Την ποιότητα των γνωστοποιήσεων
Το ελληνικό δημόσιο έχει ήδη προγραμματίσει μία έκδοση «πράσινου» ομολόγου αργότερα μέσα στο 2023, δεδομένου οτι οι εκδόσεις για φέτος έχουν περιοριστεί σε μόλις 7 δισ. ευρώ, λόγω του επιδεινούμενου περιβάλλοντος στις αγορές.
Ο πραγματικός αγώνας δρόμου όμως αφορά τον ιδιωτικό τομέα στον οποίο ο αριθμός των επιχειρηματικών Ομίλων που μπορούν να ανταποκριθούν και να εκμεταλλευτούν το «πράσινο QE» της ΕΚΤ είναι μάλλον περιορισμένος.