Στις επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών και στο κατά πόσο επηρεάζονται από τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το «μέτωπο» των τραπεζών - τόσο σε ό,τι αφορά την Credit Suisse, όσο και την Silicon Valley Bank - αναφέρθηκε ο υφυπουργός Εργασίας Παναγιώτης Τσακλόγλου.
«Από την περίοδο της κρίσης που είχαμε στην Ελλάδα, έχουν γίνει πάρα πάρα πολύ σημαντικές προσπάθειες για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος και νομίζω ότι ήδη αποδίδουν καρπούς. Στις πρόσφατες εκθέσεις και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όλες οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν τα στρες τεστ και μάλιστα με μεγάλη ευκολία. Σε όλους τους δείκτες τους οποίους κοιτάζουν σε τέτοιες περιόδους κρίσεων οι αναλυτές δηλαδή, όπως είναι για παράδειγμα το πόσο καλά κεφαλαιοποιημένες είναι οι τράπεζες, ή ποιός είναι ο λόγος δανείων προς καταθέσεις, νομίζω ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ πολύ καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές. Υπάρχει ένας δείκτης, μόνο που ακόμα υστερούμε. Είναι αυτός των κόκκινων δανείων, αλλά εκεί τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια θεαματική βελτίωση, κυριολεκτικά θεαματική και η οποία νομίζω ότι θα συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια. Από τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλή θέση σε σχέση με τις ευρωπαϊκές» τόνισε συγκεκριμένα ο ίδιος, μιλώντας στην ΕΡΤ.
Παράλληλα, αναφερόμενος στην αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, σημείωσε ότι «η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, έχει να κάνει με την προσπάθεια μείωσης του ρυθμού του πληθωρισμού».
«Τι είναι το κλασικό εργαλείο το οποίο έχουν στα χέρια τους οι κεντρικές τράπεζες; Είναι το επιτόκιο. Όταν ανεβαίνει όμως το επιτόκιο, το οποίο καθορίζει το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αυτό επηρεάζει τόσο όλα τα επιτόκια δανεισμού και αργά η γρήγορα αυτό περνάει και στις καταθέσεις, κάτι που δεν το έχουμε δει ακόμα στην Ελλάδα. Οπότε πραγματικά για τους δανειολήπτες και ειδικά στα στεγαστικά δάνεια είναι, που είναι σε κυμαινόμενο επιτόκιο, έχουν επιπτώσεις αρνητικές. Αυτό πραγματικά μπορεί να οδηγήσει σε καινούργια γενιά κόκκινων δανείων. Αλλά μην ξεχνάτε ότι επανειλημμένως οι τράπεζες μας έχουν βοηθήσει σε αυτόν εδώ τον τομέα, είτε με επανασχεδιασμό του προϊόντος, δηλαδή μεγαλύτερες λήξεις ή οτιδήποτε άλλο. Όποτε κατεβαίνουν τα επιτόκια είναι ένα μπόνους για όσους έχουν με κυμαινόμενο επιτόκιο και όποτε ανεβαίνουν είναι κάτι το οποίο είναι το κακό. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει όταν έχει κάποιος ένα δάνειο σε σταθερό επιτόκιο που γνωρίζει τι είναι για όλη τη διάρκεια του δάνειό του» επεσήμανε ακόμα.
- Διαβάστε ακόμα: Τράπεζες: Οι τρεις κατηγορίες δανειοληπτών, το τέλος των χαμηλών επιτοκίων και οι άμυνες απέναντι στην αύξηση των δόσεων
Όπως παρατήρησε, «δεν είναι προς το συμφέρον της τράπεζας να κοκκινίσει το δάνειο. Αυτός είναι και ο λόγος που σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι το ότι συνήθως η τράπεζα προσπαθεί να έρθει σε μια συνεννόηση με τον δανειολήπτη ώστε να ανασχεδιαστεί το προϊόν με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί κανονικά. Νομίζω ότι αυτό θα δούμε και στην παρούσα περίοδο».
Για το ότι σε αυτή την περίπτωση, αυξάνεται η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, σχολίασε πως «οι τράπεζες εξέθεσαν τα υπέρ και τα κατά του κυμαινόμενου επιτοκίου στους δανειολήπτες και ήταν δική τους επιλογή να πάρουν δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο όταν το επιτόκιο ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα προσδοκώντας ότι αυτό θα συνεχιστεί».
- Διαβάστε ακόμα: Ποιοι «κάηκαν» από την κατάρρευση της Credit Suisse - Τι σηματοδοτεί ο μηδενισμός των AT1
Κάνοντας μνεία στις διαδηλώσεις στη Γαλλία για το συνταξιοδοτικό και για το ενδεχόμενο και στην Ελλάδα να χρειαστεί κάποια στιγμή να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, απάντησε: «Ήδη από νομοθεσία του 2012 είναι συνδεδεμένα τα όρια της ηλικίας συνταξιοδότησης, με το προσδόκιμο της επιβίωσης. Όμως ένα χρόνο αργότερα, το 2013, αυξήσαμε το όριο από 65 που ήταν προηγουμένως στα 67 έτη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τέτοια προσαρμογή δεν έχει γίνει και δεν προβλέπεται να γίνει στο άμεσα προβλεπτό μέλλον, αλλά ότι κάποια στιγμή όλες ανεξαιρέτως οι χώρες θα προβούν σε μια τέτοια κίνηση θα προβούν. Άλλωστε πρέπει να σκεφτούμε και κάτι ακόμα. Δεν ανεβαίνει μόνο το προσδόκιμο της επιβίωσης. Ανεβαίνει αυτό που μας λένε οι οικονομολόγοι, οι δημογράφοι, κυρίως η ιατρική κοινότητα, αυτό που λέμε το προσδόκιμο της υγιούς διαβίωσης. Κάτι αντίστοιχο βλέπουμε και στη χώρα μας και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Σχολιάζοντας τα κριτήρια που οδήγησαν στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4% στα 780 ευρώ και κατά πόσο αυτή η αύξηση είναι αρκετή για να ανταπεξέλθει μια μέση οικογένεια στις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων αλλά και των ενοικίων, απάντησε ότι «πέρα από αυτή την αύξηση που είναι 9,4%, η σωρευτική αύξηση την οποία έχουμε από τότε που ανέλαβε η συγκεκριμένη κυβέρνηση είναι ακριβώς 20%. Αλλά το 20% να τονίσω είναι στο ακαθάριστο, δεδομένου του ότι έχουν ελαφρύνσεις τόσο από την πλευρά της φορολογίας όσο και από την πλευρά των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, το νούμερο στο διαθέσιμο εισόδημα τους είναι 21,5% και το 21,5% είναι πολύ μεγαλύτερο από την αύξηση του πληθωρισμού στην αντίστοιχη περίοδο. Δηλαδή είχαμε μια αύξηση στις πραγματικές αμοιβές. Για το εάν είναι επαρκής η αύξηση, νομίζω ότι το είπε και ο πρωθυπουργός ότι εδώ μιλάμε για το κάτω μέρος της κατανομής, που προφανώς θα θέλαμε να ήταν πολύ μεγαλύτερο, αλλά δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση η αύξηση αυτή του μισθού να βάλει σε κίνδυνο την ίδια την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Με άλλα λόγια, σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να πάμε σε μια κατάσταση που θα αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό σε τέτοιο σημείο που να ξαναδούμε αύξηση της ανεργίας».
«Θα γίνουν περικοπές περαιτέρω στις ασφαλιστικές εισφορές, στο μέλλον, όχι όμως πριν από τις εκλογές» διευκρίνισε ακόμα.