Τα στατιστικά στοιχεία στις οικονομίες της Ευρωζώνης, μετά από μία αναλαμπή των ανοδικών τάσεων στα τέλη του α' διμήνου του 2023, άρχισαν και πάλι να δείχνουν ότι ο γενικός δείκτης (ΔΤΚ) διολισθαίνει σταθερά.
Από τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ αλλά και των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών, διαφαίνεται, όμως, ότι ενώ η διολίσθηση του ονομαστικού ΔΤΚ σταθεροποιείται, η τάση του «υποκείμενου πληθωρισμού», ήτοι αυτού που βασικά στηρίζεται σε όλες τις τιμές με εξαίρεση την ενέργεια και τα φρέσκα τρόφιμα, συνεχίζει να ενισχύεται.
Η ενέργεια, μεν, «πέφτει» ραγδαία, αλλά οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν να αυξάνονται με διψήφια ποσοστά, όπως καταγράφεται και στα στοιχεία που έδωσε η ΕΛΣΤΑΤ για την Ελλάδα σήμερα.
Αν λοιπόν η βασική πηγή των πληθωριστικών πιέσεων, η ενέργεια έχει αναστραφεί, πολύ, δε, περισσότερο που ήδη έχει συμπληρωθεί δωδεκάμηνο από τις μεγάλες αυξήσεις και λειτουργεί το φαινόμενο της εξαφάνισης της συγκριτικής βάσης (οι τιμές του πληθωρισμού δεν συγκρίνονται πλέον με τις τιμές προ των αυξήσεων αλλά με τις αυξημένες του περασμένου χρόνου) και οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων δεν συμπεριλαμβάνονται, τότε τι συμβαίνει με τον συνεχή άνοδο του «υποκείμενου πληθωρισμού»;
Προς αποφυγή... παρεξηγήσεων απευθυνόμαστε για απαντήσεις στην ΕΚΤ.
Ιδού λοιπόν, η καθαρή απάντηση της ΕΚΤ μέσω των δηλώσεων του μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Ιζαμπέλ Σνάμπελ και συμπληρωματικών διευκρινίσεων από το blog της ΕΚΤ. Βασικός λόγος της διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων είναι η... αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων, εμπορικών και βιομηχανικών.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Γιατί οι Κεντρικές Τράπεζες επιμένουν στην αύξηση επιτοκίων παρά τις σεισμικές δονήσεις στο τραπεζικό σύστημα
Τάδε έφη ΕΚΤ.
Η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, υποστήριξε ότι: «Τα κέρδη έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του εγχώριου πληθωρισμού». Και διαβάζουμε στην συνέχεια σε blog της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι μεταξύ 1999 και 2019 τα κέρδη παρήγαγαν το ένα τρίτο του συνολικού πληθωρισμού. Το 2022 όμως, ο αριθμός αυτός σαν ποσοστό αυξήθηκε στο σημείο που τα εταιρικά κέρδη ήταν πλέον υπεύθυνα για έως και τα δύο τρίτα της αύξησης των τιμών...
Με άλλα λόγια, το μερίδιο των κερδών είναι τόσο υψηλό, ώστε να παράγει πληθωρισμό πολύ περισσότερο από τους μισθούς, οι οποίοι σύμφωνα πάλι με την ΕΚΤ έχουν απωλέσει μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης. Εντωμεταξύ, ακόμα και εκεί που έχουν δοθεί αυξήσεις μέσω των συλλογικών συμβάσεων δεν έχει αποκατασταθεί η απώλεια.
Και το ερώτημα που τίθεται, για την ΕΚΤ πλέον είναι ότι αφού οι απώλειες στο πραγματικό εισόδημα έτσι κι αλλιώς οδηγούν σε συρρίκνωση της λιανικής ζήτησης (που είναι η δεδηλωμένη στόχευση της ΕΚΤ), πόσο η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων συμβάλει στην αποπληθωριστική πίεση; Ή αντιθέτως, δημιουργεί συνθήκες ενίσχυσης της τάσης επιδίωξης διατήρησης του επιχειρηματικού περιθωρίου κέρδους με περαιτέρω αύξηση των τιμών;
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η τραπεζική κρίση «επισπεύδει» τις κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών για... ψηφιακά νομίσματα
Το γεγονός μάλιστα ότι οι εκατέρωθεν πιέσεις ασκούνται σε μία αγορά που κυριαρχεί η «συγκέντρωση» και η ελαχιστοποίηση της «ανταγωνιστικότητας» (από τις τράπεζες μέχρι τα σούπερ μάρκετ) η αύξηση των επιτοκίων κινδυνεύει να είναι όχι μόνο αναποτελεσματική – όπως δείχνουν τα στοιχεία που συνθέτουν τον υποκείμενο πληθωρισμό – αλλά και «ζημιογόνα», αφού στην πλειονότητα των βασικών προϊόντων και υπηρεσιών η χειραγώγηση των τιμών είναι το κοινό μυστικό, με τους καταναλωτές να μην έχουν επιλογή.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου η μία πλευρά συνεχίζει να πιέζει τις τιμές – σύμφωνα με την ΕΚΤ – είναι αναπόφευκτο να περιμένει κανείς, όπως προβλέπει και η ίδια άλλωστε, να ενταθεί και η πίεση για αυξήσεις μισθών μέσα στο 2023.
Αυτό το σενάριο, άλλωστε, βλέπουμε και από τις οθόνες των τηλεοράσεων να ξετυλίγεται στους δρόμους του Παρισιού και των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων εδώ και ένα δύο μήνες...