Στα τέλη της επόμενης εβδομάδας και ενώ μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τις εκλογές στην Ελλάδα, στην... μακρινή Στοκχόλμη, αλλάζουν οι όροι στην συζήτηση του Eurogroup/Ecofin για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
To Βερολίνο πριν από λίγα 24ωρα κατέθεσε – με σημαντική βορειοευρωπαϊκή στήριξη – την δική του πρόταση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ήτοι το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο πειθαρχίας στην Ε.Ε.
Η σχετική συζήτηση είχε «μπλοκάρει» εδώ και μήνες στο εσωτερικό της ΕΕ μετά την απόρριψη από την Γερμανία της σχετικής πρότασης της Κομισιόν που έχει κατατεθεί από τον Νοέμβρη του 2022. Η γερμανική πρόταση στοχεύει στη διαμόρφωση «ενός απλού και διαφανούς πλαισίου δημοσιονομικής διακυβέρνησης, χωρίς την αποκλειστική χρήση αναλύσεων βιωσιμότητας του χρέους».
Πιο συγκεκριμένα, η γερμανική πρόταση βάζει σαν σημείο αναφοράς της δημοσιονομικής σύγκλισης το χρέος μεν, αλλά μέσω του ελέγχου των πρωτογενών δαπανών. Ειδικότερα, το Βερολίνο επικεντρώνεται στο επίπεδο των καθαρών πρωτογενών δαπανών, οι οποίες, για τις υπερχρεωμένες χώρες, δεν πρέπει να αυξηθούν περισσότερο από την λεγόμενη «δυνητική ανάπτυξη».
Αναλυτικότερα, για να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ προτείνεται ένα δεσμευτικό «κατώτατο όριο», το οποίο όμως για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Για την Ελλάδα, κάτι τέτοιο μοιάζει στην τρέχουσα συγκυρία, προσωρινά μάλλον «εύκολο» στα σημερινά επίπεδα χρέους, μιας και το 2022 η σχετική μείωση κατά 23 μονάδες έσπασε κάθε ρεκόρ (!).
Αλλά, αυτό εξαρτάται βέβαια από τις συνθήκες αφενός της ανάπτυξης του ΑΕΠ και αφετέρου της δυνατότητας συγκράτησης του κόστους εξυπηρέτησης (ύψος επιτόκιων κλπ). Ειδικά στο δεύτερο σκέλος, η αναδιάρθρωση του χρέους που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2018 έχει δημιουργήσει σημαντικά περιθώρια ασφάλειας απέναντι στις αυξήσεις επιτοκίων.
Διαφορετικά, για να επιτευχθεί ο στόχος θα πρέπει να μπει «μαχαίρι» - σύμφωνα με την γερμανική πρόταση – στις πρωτογενείς δαπάνες, ώστε να γίνει δυνατή η μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά μία μονάδα για τις υπερχρεωμένες οικονομίες Ελλάδα, Ιταλία και γενικά όσους έχουν αρχίσει να βλέπουν το χρέος τους να κινείται σε επίπεδα πάνω από το 100% του ΑΕΠ.
Στην γερμανική πρόταση, το επικίνδυνο σημείο είναι το όριο που τίθεται στην καθαρή πρωτογενή δαπάνη, από τη «δυνητική ανάπτυξη». Στα δύο αυτά στοιχεία, όπως έχει επισημανθεί από ορισμένους κύκλους της Κομισιόν που δεν συμφωνούν με την κατεύθυνση της γερμανικής πρότασης, το μόνο μετρήσιμο στοιχείο είναι οι πρωτογενείς δαπάνες καθώς το άλλο στοιχείο το περιβόητο “output gap” (η δυνητική ανάπτυξη) επηρεάζεται από μία σειρά εξωγενείς παράγοντες, με αποτέλεσμα στο τέλος η διόρθωση να πρέπει να γίνει με βάση τις πρωτογενείς δαπάνες.
Όμως, από αυτές εξαρτάται καθοριστικά και το σκέλος της πραγματικής ανάπτυξης της οικονομίας, που σημαίνει ότι με την αναγκαστική περικοπή τους, συστέλλονται οι ρυθμοί ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, ιδιαίτερα όταν οι οικονομίες διέρχονται από φάση ύφεσης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες για παράδειγμα, περιλαμβάνουν στοιχεία όπως είναι οι επενδύσεις, που εξακολουθούν να επηρεάζονται από το επίπεδο των επιτοκίων και «θίγονται» αρνητικά από το ποσό των πόρων που πρέπει να διατεθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους. Με άλλα λόγια, όταν αυξάνονται οι τόκοι για τα κρατικά ομόλογα, είναι σαφές ότι θα υπάρχουν λιγότεροι διαθέσιμοι πόροι για δημόσιες δαπάνες, εκτός εάν υπάρχει κάποιο «παράθυρο» μη υπολογισμού τους στην επέκταση του χρέους, όπως πχ. για αμυντικές δαπάνες, για πράσινη μετάβαση, κ.λ.π. Ενδεχομένως, αυτό το σημείο να αποδειχθεί και το πλέον ενδιαφέρον στην συνέχεια της διαπραγμάτευσης για να υπάρξει κάποιο βήμα στην κατεύθυνση της τελικής συμφωνίας.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η γερμανική πρόταση δεν θα έχει μία «εύκολη συζήτηση» στο Eurogroup, αλλά σε κάθε περίπτωση θα δοθεί η ευκαιρία να διαπιστωθεί στην Στοκχόλμη, σε ποια πεδία θα πρέπει να αναζητηθούν οι συμβιβασμοί για να λήξει η συζήτηση αυτή πριν το τέλος του 2023. Ίσως…
Για την Ελλάδα βέβαια, παρ’ ότι η έκβαση της σχετικής συζήτησης θα επηρεάσει την κατεύθυνση της «επόμενης ημέρας», δεν φαίνεται να αξιολογείται σαν σημαντικό στοιχείο της προεκλογικής περιόδου…