Ο αρμόδιος για τις οικονομικές υποθέσεις Επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Les Echos», τονίζει ότι η αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας, την οποία προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα πρέπει να οδηγήσει τα κράτη μέλη της ΕΕ «να ξοδεύουν καλύτερα».
Σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής επισημαίνει ακόμη ότι «αλλάζει εντελώς και από πολλές απόψεις» το πνεύμα του συμφώνου σταθερότητας, τονίζοντας πως «από τη στιγμή που ένα κράτος μέλος προτείνει τη δική του καμπύλη προσαρμογής, είναι πολιτικά ευκολότερο γι' αυτό να την εφαρμόσει» και ότι «το σύμφωνο δεν έγινε πιο ευέλικτο, αλλά έγινε πιο ρεαλιστικό, άρα αξιόπιστο, και άρα τελικά πιο αποτελεσματικό σε σχέση με τη μείωση του δημόσιου χρέους».
Υποστηρίζει ότι ορισμένοι από τους υπάρχοντες κανόνες ήταν τόσο αυστηροί, που δεν ήταν εφαρμόσιμοι, γεγονός που οδήγησε σε μια μορφή αδιαφορίας, με αποτέλεσμα τα τελευταία 25 χρόνια να έχει αυξηθεί ο μέσος όρος του χρέους καθώς και το χάσμα μεταξύ των λιγότερο επιβαρυμένων χωρών και των πιο χρεωμένων. Κατά τον ίδιο, ένα επίσης ουσιαστικό σημείο είναι ότι η πρόταση της Επιτροπής καθιστά δυνατή την αύξηση των επενδύσεων, που χρειάζεται η Ευρώπη.
Ως προς το αν υπάρχει ωστόσο «επαρκής χώρος για τη χρηματοδότηση των δαπανών για την ενέργεια, την υγεία και την άμυνα, που τα κράτη μέλη κρίνουν απαραίτητες», ο Ιταλός Επίτροπος αναφέρει ότι «θα χρειαστούμε και άλλα όργανα για να καλύψουμε όλα τα έξοδα», σημειώνοντας οτι «προς το παρόν έχουμε τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης, που χρηματοδοτούνται από κοινό χρέος και το σημαντικό σχέδιο RePowerEU για τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτά τα εργαλεία είναι προσωρινά και θα πρέπει να αναπτύξουμε άλλα», λέει ο Τζεντιλόνι.
Σχετικά με τον πληθωρισμό, ο επίτροπος σημειώνει τέλος ότι σίγουρα επιβραδύνεται, αλλά όχι με τον ρυθμό που θα ήθελε, τονίζοντας ότι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον τα κράτη μέλη πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά στα μέτρα τους ως προς την ενεργειακή στήριξη. «Αναγνωρίζουμε, ότι πρέπει να προστατεύσουμε την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αλλά πρέπει να αποφύγουμε την είσοδο σε μια πληθωριστική σπείρα», σημειώνει, προσθέτοντας ότι, σε αρκετούς τομείς, πολλές εταιρείες έχουν υψηλά περιθώρια κέρδους, γεγονός που τους δίνει περιθώρια μειώσεων στις τιμές.