Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε σήμερα ότι δεν θεωρεί ότι μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του στις προτάσεις της Κομισιόν για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες, όπως είπε, «χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές».
«Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ανταποκρίνονται ακόμη στις απαιτήσεις της γερμανικής κυβέρνησης», δήλωσε ο κ. Λίντνερ, διευκρινίζοντας ότι δεν μπορεί να δεχτεί προτάσεις «οι οποίες καταλήγουν στην αποδυνάμωση των ισχυόντων δημοσιονομικών κανόνων». Χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές, πρόσθεσε ο υπουργός και επανέλαβε τη γερμανική θέση για «σταθερά δημοσιονομικά» και «βιώσιμη διαχείριση της οικονομίας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Σύμφωνο θα πρέπει να ενισχυθεί, οι κανόνες του να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους εγγυημένη, σημείωσε.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ ανέφερε ακόμη ότι μέχρι να εφαρμοστούν νέοι κανόνες, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ισχύοντες και ξεκαθάρισε ότι σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει και στο μέλλον να διατηρηθεί ο κανόνας του 3% επί του ΑΕΠ για το έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος, όπως επίσης και οι κανόνες που αφορούν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Υπενθυμίζεται πως η Κομισιόν προκρίνει μεγαλύτερο έλεγχο επί των οικονομικών τους από τις κυβερνήσεις, αλλά και επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, παράλληλα με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Επί της ουσίας, δηλαδή, οι χώρες θα αναλαμβάνουν οι ίδιες τον καθορισμό των σχεδίων για τη μείωση χρέους και ελλείμματος (με τον τελευταίο λόγο να έχει πάντως η Κομισιόν), με πάγια όμως την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις - επενδύσεις.
Όσον αφορά στο περιεχόμενο των προτάσεων - που αφορά και στην Ελλάδα - προβλέπεται ότι για κάθε κράτος-μέλος με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει μια «τεχνική τροχιά» για την πορεία των καθαρών δαπανών.
Αυτή η «τεχνική τροχιά» θα καλύπτει την ελάχιστη περίοδο προσαρμογής των τεσσάρων ετών του εθνικού μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού-διαρθρωτικού σχεδίου και την πιθανή παράτασή του κατά τρία έτη - κατ' ανώτατο όριο. Σκοπός της είναι να παρέχει καθοδήγηση στα κράτη-μέλη, όταν σχεδιάζουν την πορεία των δαπανών τους που θα συμπεριληφθεί στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό τους σχέδιο.