Παραμένουν εύθραυστες οι προοπτικές της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, σύμφωνα με έκθεση της ΕΚΤ, καθώς οι πιο «σφιχτές» οικονομικές συνθήκες δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων και της αγοράς ακινήτων. Ως «αγκάθια» αναδεικνύονται για τις χρηματαγορές η ευπάθεια των επενδυτικών funds, οι εκτεταμένες αποτιμήσεις, η υψηλή αστάθεια και χαμηλή ρευστότητα, ενώ οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν να αντιμετωπίσουν το ανεβασμένο κόστος χρηματοδότησης και την χαμηλή ποιότητα ενεργητικού, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την κερδοφορία.
Σύμφωνα με την Επισκόπηση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Μαΐου 2023 που δημοσιεύθηκε σήμερα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη συνεχίζουν να εμφανίζουν ευάλωτα σημεία, στο πλαίσιο της πρόσφατης τραπεζικής πίεσης εκτός της νομισματικής ένωσης.
Πληθωρισμός και νομισματική πολιτική
Ενώ οι οικονομικές συνθήκες έχουν βελτιωθεί ελαφρώς, οι αβέβαιες προοπτικές ανάπτυξης σε συνδυασμό με τον επίμονο πληθωρισμό και τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης συνεχίζουν να επιβαρύνουν τους ισολογισμούς επιχειρήσεων, νοικοκυριών και κυβερνήσεων. Επιπλέον, μια απροσδόκητη επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών ή μια οικονομική σύσφιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε άτακτες προσαρμογές τιμών στις χρηματαγορές ή και στις αγορές ακινήτων.
«Η σταθερότητα των τιμών είναι ζωτικής σημασίας για τη διαρκή χρηματοπιστωτική σταθερότητα», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος.
«Όμως, καθώς αυστηροποιούμε τη νομισματική πολιτική για να μειώσουμε τον υψηλό πληθωρισμό, μπορεί να αποκαλυφθούν ευπάθειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Είναι κρίσιμο να παρακολουθούμε τέτοια τρωτά σημεία και να εφαρμόσουμε πλήρως την τραπεζική ένωση για να τα διατηρήσουμε υπό έλεγχο».
Επισημαίνεται, πως αν εξεταστούν πιο προσεκτικά τα τρωτά σημεία, οι εταιρείες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης και αβέβαιες επιχειρηματικές προοπτικές, γεγονός που θα μπορούσε να δυσκολέψει ιδιαίτερα εκείνες τις επιχειρήσεις που βγήκαν από την πανδημία με μεγαλύτερο χρέος και μικρότερα κέρδη.
Ταυτόχρονα, ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει τα νοικοκυριά –ιδιαίτερα εκείνα με τα χαμηλότερα εισοδήματα– μειώνοντας την αγοραστική τους δύναμη και θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητά τους να αποπληρώνουν τα δάνεια. Η ζήτηση για νέα δάνεια, ιδίως στεγαστικά, μειώθηκε απότομα το α’ τρίμηνο του 2023 ως απάντηση στην αύξηση των επιτοκίων. Ενώ η πτώση των τιμών της ενέργειας τους τελευταίους μήνες μείωσε τις πιέσεις στις κυβερνήσεις για πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη, οι κρατικές αρχές αντιμετωπίζουν ωστόσο αυξανόμενο κόστος χρηματοδότησης.
Διόρθωση στην αγορά ακινήτων
Επιπλέον, διόρθωση υφίστανται οι αγορές ακινήτων της Ευρωζώνης. Στις κατοικίες, οι αυξήσεις των τιμών επιβραδύνθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, μειώνοντας την υπερτίμηση στον κλάδο. Αν και οι προσαρμογές των τιμών ήταν εντός ρυθμού μέχρι στιγμής, θα μπορούσαν να γίνουν άτακτες εάν τα υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων μειώνουν ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση.
Οι αγορές εμπορικών ακινήτων παραμένουν σε επιβράδυνση, αντιμετωπίζοντας αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης και αβέβαιες οικονομικές προοπτικές, καθώς και ασθενέστερη ζήτηση μετά την πανδημία. Η συνεχιζόμενη διόρθωση θα μπορούσε να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των επενδυτικών funds με συμφέροντα στον τομέα των εμπορικών ακινήτων.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές και τα επενδυτικά funds παραμένουν ευάλωτα στις προσαρμογές των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Οι εκτεταμένες αποτιμήσεις, οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης και η χαμηλότερη ρευστότητα της αγοράς ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο τυχόν άτακτης προσαρμογής, ιδιαίτερα σε περίπτωση που επανέλθουν οι φόβοι της ύφεσης. Μέχρι στιγμής, τα επενδυτικά funds δεν έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις πρόσφατες εντάσεις στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, ωστόσο, εάν τα funds χρειαζόντουσαν ξαφνικά ρευστότητα, αναγκάζοντάς τα να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία με ταχείς ρυθμούς.
Τι πρέπει να προσέξουν οι τράπεζες;
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν επίσης αποδειχθεί ανθεκτικές στις τραπεζικές αναταραχές σε ΗΠΑ και Ελβετία λόγω των περιορισμένων ανοιγμάτων τους. Αυτή η ανθεκτικότητα υποστηρίχθηκε από ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας που προέκυψαν από τις προσπάθειες των ρυθμιστικών και των εποπτικών αρχών τα τελευταία χρόνια.
Η ΕΚΤ υπογραμμίζει πως θα είναι σημαντικό να διατηρηθεί αυτή η ανθεκτικότητα εν μέσω ορισμένων ανησυχιών σχετικά με την ικανότητα των τραπεζών να συγκεντρώσουν κεφάλαια.
Για παράδειγμα, τα υψηλότερα επιτόκια μειώνουν τον όγκο δανεισμού και αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, γεγονός που μπορεί να μειώσει την κερδοφορία τους. Επιπλέον, υπάρχουν ήδη ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού στα χαρτοφυλάκια δανείων που εκτίθενται σε εμπορικά ακίνητα, μικρότερες επιχειρήσεις και καταναλωτικά δάνεια. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να διαθέσουν περισσότερα κεφάλαια για την κάλυψη ζημιών και τη διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων τους.
Στο πλαίσιο αυτό, στην έκθεση σημειώνεται πως είναι απαραίτητο να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και, ειδικότερα, να δημιουργηθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Επιπλέον, τα τρωτά σημεία του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτούν μια ολοκληρωμένη και αποφασιστική πολιτική απάντηση, προκειμένου να αυξηθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ικανότητά του να αντέχει τους κινδύνους.