Η παραβατικότητα και το πλαφόν στα καύσιμα δημιουργούν αποπνικτικές συνθήκες στον κλάδο με πολλά πρατήρια να κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο τα επόμενα χρόνια σε μια περίοδο όπου παλεύουν με τον υψηλό πληθωρισμό, την πτώση της ζήτησης και την ενεργειακή μετάβαση. Αυτή ήταν μία από τις επισημάνσεις του διευθύνοντα συμβούλου της ΕΛΙΝΟΙΛ (ελίν), Γιάννη Αληγιζάκη κατά την Γενική Συνέλευση την Πέμπτη το πρωί.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ελίν και πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ σημείωσε ότι το ζήτημα της παραβατικότητας, της παρατεταμένης επιβολής πλαφόν, της σταδιακής μείωσης της αγοράς καυσίμων, είναι οι βασικές αιτίες που η εσωτερική αγορά δεν είναι κερδοφόρα. Το πλαφόν αποτελεί, όπως τόνισε, στρέβλωση της αγοράς καθώς χρησιμοποιεί ως τιμή αναφοράς εκείνη που ίσχυε τον Αύγουστο του 2021 και πλέον, ενώ τα δεδομένα έχουν αλλάξει (αποκλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης και υγειονομικής κρίσης, πτώση των τιμών στην αντλία), το πλαφόν διατηρείται συμπιέζοντας το περιθώριο κέρδους ακόμη και σε επίπεδα κατώτερα από αυτά που θεωρεί λογικά η Πολιτεία.
«Κατηγορείται ο κλάδος για υπερκέρδη. Γίνονται συνεχείς έλεγχοι της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έχουμε φθάσει ήδη στον τρίτο έλεγχο μέσα σε ένα χρόνο. Ούτε η ΕΛΙΝΟΙΛ ούτε ο κλάδος διαφωνούν με τους ελέγχους, και αν υπάρχουν πραγματικά παράνομες πρακτικές πρέπει οι υπεύθυνες εταιρείες να τιμωρηθούν. Αλλά όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η εσωτερική αγορά στην Ελλάδα είναι προβληματική, δεν φέρνει έσοδα και αυτός είναι και ο λόγος που οι ξένες εταιρείες που κάποτε ήταν στην Ελλάδα, η Shell, η BP, η Τotal, καμία δεν παρέμεινε γιατί καμία δεν θέλει να επενδύσει σε αυτή την αγορά. Δεν είναι ότι βγάζουμε κάθε χρόνο εκατομμύρια σε αυτή την εσωτερική αγορά και κυρίως στο δίκτυο τα οποία δεν αποδίδουν τα χρήματα αυτά, είναι και ότι κάθε μέρα πρέπει να απολογούμαστε είτε ότι έχουμε υπερκέρδη είτε ότι έχουμε κερδοσκοπικές τάσεις», είπε ο κ. Αληγιζάκης.
Όπως είναι γνωστό, η επιβολή του πλαφόν έχει πάρει παράταση για άλλους έξι μήνες. Ως προς αυτό ο κ. Αληγιζάκης σημείωσε ότι το πλαφόν διατηρείται παρά το γεγονός ότι η τιμή του αργού έχει πέσει από τα 128 δολάρια στα 75, η τιμή στην αντλία έχει καταγράψει πτώση 22% σε σχέση με πέρυσι ενώ οι εταιρείες του κλάδου βλέπουν το λειτουργικό τους κόστος να αυξάνεται λόγω των οικονομικών συνθηκών και της πράσινης μετάβασης. Το πλαφόν βρίσκεται σε ισχύ εδώ και τρία χρόνια αλλά πλέον η αγορά αντιμετωπίζει θέμα βιωσιμότητας.
Σημειώνεται ότι για το θέμα του πλαφόν πραγματοποιήθηκε, χθες, Τετάρτη, συνάντηση με τον υπουργό Ανάπτυξης, η οποία έγινε σε θετικό κλίμα αλλά «υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για την οριστική λύση», τόνισε. Αυτή η λύση δεν είναι άλλη από την καταπολέμηση της παραβατικότητας από την πλευρά της κυβέρνησης ώστε σταδιακά να μπορέσει να λειτουργήσει και ο ελεύθερος ανταγωνισμός, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΕΠΕ.
Ανενεργό το σύστημα εισροών – εκροών
Το σύστημα εισρών-εκροών, ένα από τα βασικότερα συστήματα ελέγχου για τα οποία οι εταιρίες του κλάδου είχαν επενδύσεις 200 εκατ. ευρώ με στόχο την εξασφάλιση της διαφάνειας στις προμήθειες δεν λειτουργεί, απογυμνώνοντας έτσι τον κλάδο από μία βασική δικλείδα ασφαλείας.
Όπως είναι γνωστό το λογισμικό δεν ήταν πιστοποιημένο και δεν μπορούν να μεταφερθούν σωστά τα στοιχεία στην ΑΑΔΕ.
Εξηγώντας την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, σημείωσε ότι το πλαφόν είχε επιβληθεί επί COVID για να περιοριστούν οι κερδοσκοπικές τάσεις αλλά παρά το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση αποκλιμακώνεται και οι τιμές στην αντλία έπεσαν, το πλαφόν εξακολουθεί να ισχύει .Στόχος του ΣΕΕΠΕ και των επιχειρήσεων του κλάδου είναι να αξιολογηθεί η κατάσταση και μέσα σε ένα χρόνο να τεθεί σε λειτουργία το σύστημα, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, ο κλάδος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως αναφέρθηκε.
«Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, που θα λειτουργεί σε συνθήκες ελεύθερης
αγοράς. Η Πολιτεία πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε ενέργειες για έλεγχο της παραβατικότητας και όχι σε ενέργειες όπως η συνέχιση του πλαφόν που αποτελεί περιορισμό της επιχειρηματικότητας», επεσήμανε ο κ. Αληγιζάκης.