Δεν έχει κλείσει μήνας από την κακοκαιρία Daniel και οι επιπτώσεις από την καταστροφική πλημμύρα που έπληξε τη Θεσσαλία στην οικονομία έχουν αρχίσει ήδη να γίνονται ορατές. Η καταστροφή παραγωγικών μονάδων και υποδομών έφερε άμεσα μείωση της ζήτησης και νέες ανατιμήσεις στη μεταποίηση που θα περάσουν σύντομα στους καταναλωτές. Την ίδια στιγμή καταγράφεται μεταστροφή και στο οικονομικό κλίμα και την καταναλωτική εμπιστοσύνη, δημιουργώντας νέες ανησυχίες για την πορεία των επόμενων μηνών.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα οικονομικής συγκυρίας για τον Σεπτέμβριο του ΙΟΒΕ, «το θετικό κλίμα που επικράτησε μετεκλογικά, με τη σταθερότητα που είχε προσδώσει η ανανέωση της κυβερνητικής θητείας, μετριάζεται από τις μεγάλες φυσικές καταστροφές σε πολλές περιοχές της χώρας και σχετικές δυσχέρειες στην αντιμετώπιση τους από κρατικούς και περιφερειακούς φορείς».
Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε έντονα τον Σεπτέμβριο και διαμορφώθηκε στις -45 μονάδες, έναντι -28,6 μονάδες τον Ιούλιο, σε επίπεδο ήπια υψηλότερο εκείνου πριν ένα χρόνο (-51,2 μονάδες). Η νέα κυβερνητική θητεία φαινόταν να είχε περιορίσει τις όποιες αβεβαιότητες και να διασφαλίζει σταθερότητα για τα επόμενα χρόνια, αναφέρει το ΙΟΒΕ και προσθέτει: «Η λήξη ωστόσο της τουριστικής περιόδου, οι συνεχείς ανατιμήσεις και το υψηλό κόστος ζωής, καθώς και οι φυσικές καταστροφές με τις ανυπολόγιστες ζημιές που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα επίδρασαν καταλυτικά στις προσδοκίες των Ελλήνων καταναλωτών». Ο δείκτης κινείται σε χαμηλά επίπεδα πλέον, με αποτέλεσμα και αυτόν τον μήνα οι Έλληνες καταναλωτές να εμφανίζονται ως οι περισσότερο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, με τους καταναλωτές στην Ουγγαρία με επίπεδο δείκτη –34,4 και την Σλοβενία (-32,6) να ακολουθούν.
Συνολικά, ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχωρεί τον Σεπτέμβριο και διαμορφώνεται στις 108 μονάδες από 111,1 μονάδες τον Ιούλιο. Στο επιχειρηματικό πεδίο, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της εξασθένισης των προσδοκιών στις Κατασκευές και τις Υπηρεσίες, της ηπιότερης στη Βιομηχανία, ενώ οι περισσότερο αισιόδοξες προσδοκίες στο Λιανικό Εμπόριο δεν αντισταθμίζουν τις υπόλοιπες τάσεις.
Η επιδείνωση του κλίματος, όμως, τροφοδοτείται κυρίως από τη σημαντική εξασθένιση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης που, μετά από ένα ιστορικό υψηλό του Ιουλίου κινείται πτωτικά. Συνολικά, ο δείκτης κλίματος κυμαινόταν από την αρχή του έτους και μέχρι τώρα σε υψηλά επίπεδα, πολύ υψηλότερα από πέρυσι, κινούμενος μάλιστα σε αντίθετη πορεία με τους σχετικούς δείκτες στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, οι οποίοι υποχώρησαν σημαντικά τον Μάιο και επιδεινώθηκαν περαιτέρω τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.
Πλέον, όμως, με μια μικρή υστέρηση, ο σχετικός δείκτης στην Ελλάδα φαίνεται να συγκλίνει στην ευρωπαϊκή τάση. H λήξη της θερινής περιόδου που χαρακτηρίστηκε από ισχυρή πορεία του τουρισμού, με θετικές επιδράσεις σε πολλές περιοχές της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα οι πληθωριστικές πιέσεις μπορεί να μειώνονται αλλά συνεχίζονται ιδίως σε βασικές ανάγκες για τα νοικοκυριά, όπως τα τρόφιμα, μειώνει τη σχετική αισιοδοξία στην αγορά.
Σημαντική επιβράδυνση στη μεταποίηση
Σημαντική επιβράδυνση καταγράφεται και στη μεταποίηση μετά από τις φυσικές καταστροφές στη χώρα μας. Αυτό φαίνεται από τον Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global (Purchasing Manager’s Index-PMI), ο οποίος έκλεισε τον Σεπτέμβριο ελάχιστα πάνω από το όριο των 50 μονάδων που χωρίζει την ανάπτυξη της δραστηριότητας του κλάδου από την επιβράδυνσή της, και συγκεκριμένα στις 50,3 μονάδες.
«Ο ελληνικός μεταποιητικός τομέας χάνει τη δυναμική του, καθώς οι συνθήκες ζήτησης εξασθενούν», αναφέρει η έκθεση της S&P Global για τη χώρα μας, Οι νέες παραγγελίες τον Σεπτέμβριο αυξήθηκαν μόνο οριακά σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, καθώς η ζήτηση από την πλευρά των πελατών μειώθηκε. Ως εκ τούτου, ο ρυθμός επέκτασης της παραγωγής εξασθένησε και ήταν ο βραδύτερος σε διάστημα οκτώ μηνών. Ακόμη τον προηγούμενο μήνα είχαμε και την ασθενέστερη αύξηση της απασχόλησης που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο.
Οι ανησυχίες σχετικά με την αλυσίδα εφοδιασμού μετά τα πρόσφατα καιρικά φαινόμενα και οι συνθήκες υποτονικής ζήτησης επηρέασαν αρνητικά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη τον Σεπτέμβριο, καθώς οι προσδοκίες σχετικά με τις προοπτικές για την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος υποχώρησαν σε χαμηλό δέκα μηνών.
Σημαντικό ρόλο στην επιβράδυνση έπαιξαν οι φυσικές καταστροφές. Οι δυσκολίες προμήθειας πρώτων υλών, λόγω των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα από τις ζημιές των πρόσφατων φυσικών καταστροφών. Ορισμένες εταιρείες επισήμαναν ότι οι ελλείψεις υλικών αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του μήνα, καθώς οι πρόσφατες πλημμύρες δυσχέραναν τη διαθεσιμότητα ορισμένων εξαρτημάτων. Σύμφωνα με μέλη του πάνελ, οι εν λόγω ελλείψεις, σε συνδυασμό με το υψηλότερο κόστος ενέργειας και καυσίμων, ώθησαν σε υψηλότερο επίπεδο τις τιμές εισροών στην μεταποίηση.
Νέες ανατιμήσεις
Η έκθεση PMI του Σεπτεμβρίου δείχνει μεταξύ άλλων και νέες ανατιμήσεις, καθώς όπως αναφέρεται η πίεση από τις υψηλότερες λειτουργικές δαπάνες ώθησε τις εταιρείες να αυξήσουν τις τιμές πώλησης για πρώτη φορά από τον Απρίλιο. Τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου υποδεικνύουν νέα αύξηση των χρεώσεων από την πλευρά των Ελλήνων κατασκευαστών. Η αύξηση των τιμών πώλησης ήταν, σε γενικές γραμμές, μέτρια και αποτέλεσμα της μετακύλισης του μεγαλύτερου κόστους στους πελάτες, μετά την περαιτέρω ισχυρή άνοδο των λειτουργικών δαπανών.
«Κλειδί» για την ανάπτυξη η αποκατάσταση της παραγωγής
Αυτή η σαφής μεταστροφή του κλίματος σε μεταποιητές και καταναλωτές ενισχύει τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, όπως καταγράφηκαν στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2024 για τη σημασία της γρήγορης αποκατάστασης των ζημιών από τις πλημμύρες. Από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών σημειώνεται πως «κλειδί» για την επίτευξη των μακροοικονομικών στόχων του 2024 είναι η γρήγορη αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας, με έμφαση στην αγροτική παραγωγή, αλλά και των υποδομών, των περιοχών που επλήγησαν από τις πρόσφατες πλημμύρες.
Ακόμη έχει πλέον γίνει σαφές πως η κλιματική αλλαγή και κατά συνέπεια τα πιο έντονα καιρικά φαινόμενα δεν αποτελούν ένα παροδικό φαινόμενο. Για το λόγο αυτή λαμβάνονται επιπρόσθετα μέτρα και προωθείται η αξιοποίηση εθνικών και συγχρηματοδοτούμενων πόρων, σε τέσσερα επίπεδα και συγκεκριμένα: Στην κλιματική μετάβαση και απανθρακοποίηση, στην ανάπτυξη ανθεκτικών υποδομών, στη σημαντική ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης και τέλος στη θωράκιση της εθνικής οικονομίας από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών.