Το εναρκτήριο λάκτισμα για τη διαμόρφωση της εμπορικής πολιτικής των προμηθευτών από τις αρχές του 2024, όταν εκτός απροόπτου θα «ξεπαγώσουν» οι ρήτρες αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ρεύματος, έδωσε η απόφαση που εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), για την απόσυρση των έκτακτων μέτρων του Αυγούστου του 2022, με τα οποία είχαν ανασταλεί οι μηχανισμοί προσαύξησης.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες του Insider.gr, υπάρχουν ήδη εταιρείες προμήθειας οι οποίες έχουν «κλειδώσει» την εμπορική πολιτική που θα ακολουθήσουν από το επόμενο έτος. Στους υπόλοιπους παρόχους, στα εμπορικά τους τμήματα έχει σημάνει συναγερμός, ώστε να οριστικοποιήσουν τα προϊόντα τους ακόμη και μέσα στην εβδομάδα που ξεκινά σήμερα.
Στόχος όλων των παρόχων είναι να έχουν επαρκές χρονικό περιθώριο για να ενημερώσουν τους πελάτες μέχρι την 1η Νοεμβρίου – την προθεσμία που προβλέπει η Ρυθμιστική Αρχή, για την πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τις αλλαγές που θα τεθούν σε εφαρμογή από τις αρχές Ιανουαρίου.
Αυτό που επίσης είναι βέβαιο είναι πως καμία εταιρεία δεν πρόκειται απλώς να «ξεπαγώσει» τη ρήτρα στα κυμαινόμενα τιμολόγιά της, «αναβιώνοντας» απλώς τους όρους που τέθηκαν σε αναστολή από τον Αύγουστο του 2022. Ως συνέπεια, η απόσυρση των μέτρων θα αποτελέσει αφετηρία ώστε οι πάροχοι να κάνουν restart στις εμπορικές πολιτικές τους.
«Καλώς ή κακώς, η ρήτρα αναπροσαρμογής έχει δαιμονοποιηθεί στη συνείδηση των καταναλωτών. Επομένως, αν διατηρούσαμε τα "παλιά" προϊόντα μας, όπως αυτά ήταν πριν από τα έκτακτα μέτρα, θα ήταν σαν να πυροβολούσαμε τα πόδια μας», όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά παράγοντες του κλάδου.
Ποια τιμολόγια θα δώσουν τον τόνο
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της ΡΑΑΕΥ κατηγοριοποιεί σε τρεις τύπους τα τιμολόγια που μπορούν να λανσαριστούν από την 1η Νοεμβρίου (σταθερά, κυμαινόμενα, δυναμικά) αποδίδοντας έναν «χρωματικό κώδικα» σε κάθε ένα (μπλε, πράσινο, πορτοκαλί). Από αυτούς τους τύπους, όλες οι εταιρείες αναμένεται να δώσουν έμφαση στα κυμαινόμενα προϊόντα, δηλαδή σε «πράσινα» τιμολόγια με μηχανισμούς αυξομείωσης των τιμών ανάλογα με το χονδρεμπορικό κόστος.
Ορισμένες εταιρείες ξεκαθαρίζουν πως δεν πρόκειται να λανσάρουν και «μπλε» τιμολόγια, δηλαδή προϊόντα σταθερής χρέωσης. Άλλοι προμηθευτές εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να διαθέσουν προϊόντα σταθερής τιμής, με τα στελέχη τους πάντως να σημειώνουν πως οι συγκεκριμένες συμβάσεις θα είναι εκ των πραγμάτων αρκετά ακριβές και, κατά συνέπεια, θα απευθύνονται σε μία πολύ μικρή μερίδα καταναλωτών, με πολύ συγκεκριμένες ανάγκες.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, το «κλείδωμα» της τιμής ενός προϊόντος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σημαίνει ανάληψη ρίσκου από τον προμηθευτή – καθώς μία τυχόν απότομη άνοδος στην πορεία των χονδρεμπορικών τιμών θα κάνει ένα τέτοιο προϊόν ζημιογόνο για την εταιρεία. Οι πάροχοι έχουν εργαλεία αντιστάθμισης αυτού του κινδύνου (hedging) -περιορισμένα πάντως στην ελληνική λιανική ρεύματος- η χρήση των οποίων όμως έχει κόστος.
Το κόστος αυτό, όπως είναι φυσικό, μεταφέρεται στην τελική επιβάρυνση του πελάτη, η οποία επομένως είναι πιο τσουχτερή από ό,τι σε μία κυμαινόμενη σύμβαση. «Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο προϊόν θα ήταν περίπου απαγορευτικό για ένα νοικοκυριό, με κατανάλωση ρεύματος σε καθημερινή βάση, αφού θα "φούσκωνε" τους λογαριασμούς του», σημειώνουν.
Οι διαφορές στις κυμαινόμενες συμβάσεις
Αν και σε μικρότερο βαθμό, η λογική «όσο πιο μεγάλο το ρίσκο, τόσο πιο μεγάλη και η χρέωση» ισχύει και για τις υποκατηγορίες των («πράσινων») κυμαινόμενων τιμολογίων. Εδώ, το ρίσκο αφορά το πότε θα «κλειδώνει» η χρέωση.
Έτσι, στα κυμαινόμενα τιμολόγια με προαναγγελία χρέωσης (ex-ante) η τιμή οριστικοποιείται την 1η ημέρα του μήνα εφαρμογής – για παράδειγμα, την 1η Ιανουαρίου, ο καταναλωτής θα γνωρίζει πόσο θα κοστίσει κάθε κιλοβατώρα που θα «κάψει» όλο τον Ιανουάριο. Αντίθετα, στα κυμαινόμενα τιμολόγια με οριστικοποίηση της χρέωσης μετά τον μήνα εφαρμογής, η επιβάρυνση κλειδώνει εκ των υστέρων. Για παράδειγμα, η τιμή Ιανουαρίου θα οριστικοποιηθεί το νωρίτερο στις 31 Ιανουαρίου.
Όπως είναι φυσικό, τα τιμολόγια με προαναγγελία χρέωσης εξασφαλίζουν μεγαλύτερη «ορατότητα» στον καταναλωτή. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, σημαίνουν και μεγαλύτερο κίνδυνο για τον πάροχο – αφού τίποτα δεν μπορεί να προεξοφλήσει πως δεν θα υπάρξει κάποια απότομη εκτίναξη του χονδρεμπορικού κόστους, μέσα στον μήνα στον οποίο «τρέχει» κάθε φορά η προαναγγελθείσα χρέωση. Όπως είναι φυσικό, και σε αυτή την περίπτωση, ο κίνδυνος θα επιβαρύνει την τελική τιμή κάθε κιλοβατώρας.
Μάλιστα, το ρίσκο από ένα τιμολόγιο με προαναγγελία χρέωσης αυξάνεται όσο μικρότερο χαρτοφυλάκιο έχει μία εταιρεία. Όσο μικρότερη πελατειακή βάση τόσο και πιο περιορισμένος είναι ο κύκλος εργασιών. Ως αποτέλεσμα, μία ενδεχόμενη ζημία από το προϊόν με προαναγγελία χρέωσης (ακόμη και για ένα μήνα), θα έχει μεγαλύτερο «αποτύπωμα» στον τζίρο του προμηθευτή.
Σε δεύτερο χρόνο η εμπορική «κανονικότητα»
Τα παραπάνω εξηγούν γιατί οι περισσότεροι προμηθευτές σχεδιάζουν να «μεταφέρουν» την καταναλωτική τους βάση σε κάποιο κυμαινόμενο προϊόν με οριστικοποίηση της χρέωσης μετά τον μήνα εφαρμογής. Για αυτό τον σκοπό, θα προχωρήσουν είτε στο λανσάρισμα εντελών νέων συμβάσεων, είτε σε εκτεταμένες αλλαγές στους όρους των «παλιών» κυμαινόμενων προϊόντων τους.
Πάντως, υπάρχουν εταιρείες που έχουν στα σκαριά και προϊόντα με προαναγγελία τιμής, για όσους (παλιούς και νέους) πελάτες τους τα προτιμήσουν. Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, προϊόν με προαναγγελία τιμής θα λανσάρει και η ΔΕΗ, χωρίς έως και αυτή τη στιγμή να είναι ξεκάθαρο αν θα αποτελέσει ή όχι το βασικό της τιμολόγιο μετά την 1η Ιανουαρίου.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα στελέχη του κλάδου επισημαίνουν πως θα χρειαστούν αρκετοί μήνες από τις αρχές του 2024 ώστε να υπάρξει και εμπορική «κανονικότητα» στην αγορά – μετά τη νομοθετική «κανονικότητα» της επανόδου της ρήτρας. Στην πράξη, η εμπορική «κανονικότητα» θα έρθει όταν το καταναλωτικό κοινό εμπεδώσει στην πράξη τις διαφορές των προϊόντων (τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά όσο και ως προς τις τιμές), δείχνοντας τις προτιμήσεις του μέσω της επιλογής τιμολογίου και εταιρείας. Προτιμήσεις στις οποίες, όπως είναι φυσικό, οι πάροχοι θα προσαρμόσουν τις εμπορικές πολιτικές τους, αναθεωρώντας τις αν αυτό κριθεί αναγκαίο.