Καθώς μαίνεται ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς και η ένταση στη Μέση Ανατολή κορυφώνεται, η ενεργειακή ασφάλεια τίθεται στο στόχαστρο των γεωπολιτικών ισορροπιών έτσι όπως αυτές τείνουν να διαμορφωθούν όταν κράτη όπως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία αλλά και οι ΗΠΑ πάρουν θέση απέναντι στα τεκταινόμενα.
Μια ανάφλεξη στην Μέση Ανατολή, από την οποία εκπορεύεται το 1/3 των παγκόσμιων προμηθειών πετρελαίου εντείνει τις ανησυχίες για ένα ενεργειακό σοκ. Εάν οι πολεμικές συγκρούσεις διευρυνθούν, ένα μεγάλο μέρος των προμηθειών απειλείται να «εγκλωβιστεί» για άγνωστο χρονικό διάστημα. Αυτό θα οδηγούσε σε μείωση των προμηθειών και αδυναμία κάλυψης της παγκόσμιας ζήτησης, κάτι που θα είχε άμεσο αντίκτυπο στις τιμές.
Μια ενδεχόμενη εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού και θα προκαλούσε δυσκινησία σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα με αλυσιδωτές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Και αυτό, επειδή, παρά τις φιλόδοξες πολιτικές για την πράσινη μετάβαση, ο κόσμος εξακολουθεί να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου.
Οι διεθνείς οργανισμοί διαφωνούν ως προς την χρονολογία όπου τελικά το πετρέλαιο θα φθάσει στην αιχμή της ζήτησης, με τον ΙΕΑ να την τοποθετεί γύρω στο 2030 και τον ΟΠΕΚ να θεωρεί ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2045.
Το σίγουρο είναι ότι στην αρχή της χρονιάς, η ζήτηση είχε ξεπεράσει εκείνη που είχε καταγραφεί κατά την προ COVID εποχή, δηλαδή το 2019. Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, οι νέες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της κυκλοφοριακής συμφόρησης σε πραγματικό χρόνο σε πολλές χώρες και των παγκόσμιων αεροπορικών ταξιδιών, υποδηλώνουν ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου ξεπέρασε την κορύφωση πριν από την πανδημία και η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε πάνω από 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως κατά τους πρώτους μήνες του 2023.
Τα στατιστικά στοιχεία της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου αναθεωρούνται τακτικά και πιθανότατα, όπως εκτιμούν οι διεθνείς αναλυτές, καμία πρόβλεψη δεν θα είναι ακριβής πριν από το 2024 ή το 2025.Και αυτό γιατί οι παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι ευμετάβλητοι ή δεν έχουν αξιολογηθεί πλήρως.
Συνεχίζεται η πρωτοκαθεδρία της βενζίνης – Τα ηλεκτρικά οχήματα δεν μπορούν να φέρουν την αλλαγή
Κατά ειρωνικό τρόπο, η βενζίνη, το καύσιμο που έχει πληγεί από την άνοδο των ηλεκτρικών οχημάτων, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενίσχυση της ζήτησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι καταναλωτές σε όλον τον κόσμο δυσκολεύονται να απομακρυνθούν από τα συμβατικά οχήματα. Ακόμη και με την έκρηξη των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ο απόλυτος αριθμός των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων εξακολουθεί να αυξάνεται. Οι καταναλωτές κρατούν τα οχήματά τους περισσότερο, καθυστερώντας την αγορά νεότερων και πιο αποδοτικών μοντέλων. Στην Ευρώπη, οι καταναλωτές έχουν ανταλλάξει τα πετρελαιοκίνητά τους αυτοκίνητα με βενζινοκίνητα, δίνοντας στα τελευταία μια απίθανη ώθηση. Ο IEA αποκάλεσε την πρόσφατη αύξηση της κατανάλωσης βενζίνης «κύκνειο άσμα», όμως τελικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε ο κόσμος θα αποκοπεί από τα ορυκτά.
Από την άλλη, τα ηλεκτρικά οχήματα, συμβάλουν μεν στην πορεία προς το καθαρό μηδέν αλλά ακόμη και σε χώρες όπου καταγράφεται μεγάλη διείσδυση της ηλεκτροκίνησης, τα βενζινοκίνητα εξακολουθούν να κυριαρχούν στους δρόμους.
Στη Νορβηγία, όπου τα EV αντιπροσώπευαν το 80% των συνολικών πωλήσεων επιβατικών αυτοκινήτων το 2021 και η τάση ήταν το 2025 να φθάσει στο 100%, η κατανάλωση βενζίνης έχει υποχωρήσει μετά βίας.
Τα στοιχεία από τη Στατιστική Υπηρεσία της Νορβηγίας (SSB) δείχνουν ότι η ζήτηση ντίζελ και βενζίνης έχει μειωθεί μόνο μέτρια από το 2017. Το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι πωλήσεις καυσίμων οδικής κυκλοφορίας κυμαίνονταν γύρω στα 62.000 βαρέλια ημερησίως, καταγράφοντας μείωση 10% από τα 70.000 βαρέλια που πωλήθηκαν μεταξύ 2017 και 2019.
Η τρέχουσα κατανάλωση είναι σχετικά σταθερή μεταξύ 60.000 και 70.000 βαρελιών την ημέρα και δεν αναμένεται απότομη πτώση βραχυπρόθεσμα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να προϊδεάσει για το τι πρόκειται να συμβεί και στα υπόλοιπα κράτη που επιδιώκουν τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών τους.
Πάντως, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στη συνέχεια με τα αυτοκίνητα, αυτό που είναι σαφές είναι ότι με τις τρέχουσες τάσεις, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί περαιτέρω 3% έως 4% τα επόμενα πέντε χρόνια, όπως προβλέπουν οι αναλυτές. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε μείωση της προσφοράς θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές και στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.