«Πονοκέφαλος» καθίσταται για την ΕΚΤ η μείωση του ισολογισμού της, με τους αξιωματούχους να καλούνται να επανεξετάσουν τον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής της.
Συγκεκριμένα, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ που «ζυγίζουν» το εάν έχουν αυξήσει αρκετά το κόστος δανεισμού, βρίσκονται αντιμέτωποι με μία πρόκληση: Πώς να διασφαλίσουν ότι η πολιτική τους θα συνεχίσει να λειτουργεί. Αυτό, καθώς η σύσφιγξη ακολούθησε μετά από μία εποχή μη συμβατικών εργαλείων ρευστότητας (που σήμανε η κατάρρευση της Lehman Brothers) και ποσοτικής χαλάρωσης, με την ΕΚΤ να καλείται τώρα σε αναθεώρηση, σύμφωνα με το Bloomberg, καθώς τα ομόλογα και μακροπρόθεσμα δάνεια συνολικού ύψους 5,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ στον ισολογισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα μπορούσαν να στρεβλώσουν τους μηχανισμούς νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Οι λύσεις που έχουν επιχειρήσει άλλες κεντρικές τράπεζες προσφέρουν κάποια έμπνευση, αλλά δεν είναι απλή υπόθεση. Έτσι, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ, μετά και την απόφαση του Σεπτεμβρίου για νέα αύξηση των επιτοκίων, πρέπει να σκεφτούν καλά τη λειτουργία του νομισματικού τους πλαισίου. Βασική προτεραιότητα των αξιωματούχων είναι η συρρίκνωση ενός ισολογισμού που έχει διογκωθεί τα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, μια διαδικασία που θα βοηθήσει στη νομισματική σύσφιξη και θα δημιουργήσει χώρο για πιθανές αγορές σε περίπτωση μελλοντικών κρίσεων. Αυτό θα έθετε, επίσης, την ΕΚΤ σε τροχιά για μία πιθανή επιστροφή στο πλαίσιο που υπήρχε πριν από χρόνια, εκείνο των πράξεων ρευστότητας μεγάλης κλίμακας.
Εντούτοις, η αποτελεσματική μείωση του ισολογισμού σημαίνει ουσιαστικά «απογαλακτισμό» του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την άφθονη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας. Αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί είναι αυτό που έχουν συνηθίσει οι θεσμοί. Επομένως, οι αξιωματούχοι πρέπει να εργαστούν για να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία και να αποφύγουν ενδεχόμενα σοκ.
Πολλοί αξιωματούχοι οραματίζονται την αναδημιουργία ενός περιβάλλον όπως εκείνου πριν από την κρίση, αν και ανησυχούν ότι οι τράπεζες μπορεί να έχουν χάσει την τεχνογνωσία, προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν μέσα σε αυτό.
Οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής αντιμετωπίζουν δυσκολία, καθώς χρειάζεται να γνωρίζουν τι κεφάλαια έχει ανάγκη το τραπεζικό σύστημα, αλλά δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για αυτό.
«Αυτό δεν είναι ένα ασήμαντο ζήτημα» σήμειωσε χαρακτηριστικά η Κριστίν Λαγκάρντ τον περασμένο μήνα, καθώς ο χρόνος πιέζει.
«Οι προσδοκίες είναι ότι θα επιστρέψουμε σε κάτι σαν κανονικό ισολογισμό ίσως το 2028 ή το 2029» σημείωσε ο Francesco Papadia, ο οποίος διηύθυνε τις δραστηριότητες της αγοράς της ΕΚΤ από το 1998 έως το 2012 και τώρα είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Bruegel στις Βρυξέλλες. «Πιστεύω ότι η ερώτηση σχετικά με το βέλτιστο πλαίσιο μπορεί να απαντηθεί σίγουρα μόνο στο μέλλον, αλλά είναι καλό να αρχίσουμε να το συζητάμε» συμπλήρωσε.