Βαρύνουσα σημασία στην απόφαση της ΕΚΤ να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια του ευρώ, ύστερα από ένα ανοδικό σερί δέκα αυξήσεων τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες, έχει η συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών. Ο προβληματισμός της ΕΚΤ κατέστη σαφής χθες από τις αναφορές της προέδρου της, Κριστίν Λαγκάρντ, κατά την ανάλυση του σκεπτικού των μελών του ΔΣ να κάνουν μια παύση στις αυξήσεις επιτοκίων.
Η συνεδρίαση της ΕΚΤ πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, ύστερα από 15 ολόκληρα χρόνια, σε ένα περιβάλλον που καμία σχέση δεν έχει με τα χρόνια της κρίσης. Στο δείπνο που παρέθεσε στους κεντρικούς τραπεζίτες, το βράδυ της Τετάρτης, ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, η Κριστίν Λαγκάρντ παρομοίασε την πορεία της Ελλάδας με το ταξίδι του Οδυσσέα για την επιστροφή στην Ιθάκη, κάνοντας μνεία και στην «Ιθάκη» του Καβάφη. Χθες, η επικεφαλής της ΕΚΤ είπε ότι η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει σε υψηλότερα από τα προ κορονοϊού επίπεδα, ότι η Ελλάδα συγκρίνεται εξαιρετικά καλά με άλλες χώρες και ότι έδειξε φανταστική ικανότητα ανάκαμψης, επιτυγχάνοντας πολύ καλές επιδόσεις. Συμπληρώνοντας τα σχόλια Λαγκάρντ, ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, σημείωσε ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι υψηλότερη (από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης) και ότι συνολικά η Ελλάδα αποτέλεσε success story, αλλά έχει ακόμη να κάνει πολλά για να επανέλθει στην βαθμίδα που είχε προ κρίσης (Α+).
Όπως είχε γράψει το insider.gr, προαναγγέλλοντας την απόφαση της ΕΚΤ να «παγώσει» τα επιτόκια, τα ήδη πολύ υψηλά επίπεδα επιτοκίων, μαζί με τις αποπληρωμές των TLTRO, συνιστούν σημαντική νομισματική συρρίκνωση και μείωση της ζήτησης για δανεισμό, με αποτέλεσμα τα δάνεια να δίνονται με το σταγονόμετρο από τις τράπεζες και η καθαρή πιστωτική επέκταση να είναι αρνητική.
Όπως εξήγησε χθες η Κριστίν Λαγκάρντ, τα πιο μακροπρόθεσμα επιτόκια έχουν αυξηθεί σημαντικά και η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ εξακολουθεί να μεταδίδεται έντονα στις ευρύτερες συνθήκες χρηματοδότησης. Η άντληση χρηματοδότησης έχει γίνει πιο δαπανηρή για τις τράπεζες και τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων και των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων αυξήθηκαν ξανά τον Αύγουστο, σε 5% και 3,9% αντίστοιχα.
Τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, μαζί με τις συναφείς περικοπές στα επενδυτικά σχέδια επιχειρήσεων και τις αγορές κατοικιών, οδήγησαν σε περαιτέρω απότομη πτώση της ζήτησης πιστώσεων το γ΄ τρίμηνο, όπως αναφέρεται στην τελευταία έρευνα της ΕΚΤ για τις τραπεζικές χορηγήσεις. Επιπλέον, τα πιστοδοτικά κριτήρια για δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά έγιναν πιο αυστηρά. Οι τράπεζες ανησυχούν περισσότερο για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πελάτες τους και είναι λιγότερο διατεθειμένες να αναλάβουν οι ίδιες κινδύνους.
Σε αυτό το περιβάλλον, η δυναμική των πιστώσεων έχει εξασθενήσει περαιτέρω. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς επιχειρήσεις στην ευρωζώνη μειώθηκε απότομα, από 2,2% τον Ιούλιο σε 0,7% τον Αύγουστο και 0,2% τον Σεπτέμβριο. Τα δάνεια προς νοικοκυριά παρέμειναν υποτονικά, καθώς ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε σε 1,0% τον Αύγουστο και 0,8% τον Σεπτέμβριο.
Σε ένα περιβάλλον υποτονικών χορηγήσεων και μείωσης του μεγέθους του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της ποσότητας χρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3) μειώθηκε σε -1,3% τον Αύγουστο – στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από την υιοθέτηση του ευρώ – και διαμορφώθηκε πάλι σε -1,2% τον Σεπτέμβριο.
Σημειώνεται ότι επιτελείο της ΕΚΤ θεωρεί ότι τα αποτελέσματα των υψηλών επιτοκίων στην πραγματική οικονομία θα φανούν πλήρως ως το τέλος του 2023 και το α' τρίμηνο του 2024, ενώ ήδη παρατηρείται ύφεση σε διάφορους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας λόγω των υψηλών επιτοκίων.
Ο αντίκτυπος των υψηλών επιτοκίων στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών, αλλά και, στον αντίποδα, στην αύξηση των επιτοκιακών εσόδων και των κερδών τους, αναμένεται να αποτυπωθεί στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που αναμένεται να δημοσιεύσει η ΕΚΤ για τις τράπεζες της ευρωζώνης, τις επόμενες εβδομάδες.