Το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ κατέληξε σήμερα σε ομόφωνη συμφωνία για την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, όπως ανακοίνωσε σε συνέντευξη Τύπου η Ισπανίδα Νάντια Καλβίνο με τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, με βασικούς στόχους του νέου πλαισίου την εξασφάλιση τις δημοσιονομικής σταθερότητας και βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, και την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.
Η νέα συμφωνία εισάγει μεγαλύτερη ευελιξία για τις δημοσιονομικές προσαρμογές, ενώ το Βερολίνο πέτυχε να εισαγάγει διασφαλίσεις για την κοινή μείωση του χρέους και τη δημιουργία αποθεμάτων ασφαλείας για την απορρόφηση μελλοντικών κραδασμών.
Ενώ οι παλιοί κανόνες απαιτούσαν τα κράτη μέλη με υψηλά επίπεδα χρέους να μειώνουν το χρέος τους κάθε χρόνο κατά το 1/20 της υπέρβασης του 60% του ΑΕΠ, οι νέοι κανόνες απαιτούν τουλάχιστον 1% ΑΕΠ ετησίως μείωση του χρέους κατά μέσο όρο.
Το νέο σύμφωνο δίνει έμφαση στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξυγιάνουν τα δημοσιονομικά τους, παράλληλα με μεγάλες επενδύσεις για να στραφούν από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κι ως εκ τούτου παρέχεται περισσότερος χρόνος για εξυγίανση σε αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
H Ν. Καλβίνο επισήμανε ότι οι νέοι κανόνες διασφαλίζουν τη σταδιακή μείωση δημόσιων χρεών και ελλειμμάτων, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία για τις δημόσιες επενδύσεις σε τομείς προτεραιότητας, όπως είναι η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αλλά και οι αμυντικές επενδύσεις. H υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας τόνισε, επίσης, ότι οι νέοι κανόνες για τη μείωση του χρέους λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας ξεχωριστά και ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να θέτουν στόχους για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους κάτω του 3% του ΑΕΠ. Σημείωσε, ακόμα, ότι οι νέοι κανόνες προβλέπουν μια «μεταβατική περίοδο» ως το 2027, κατά την οποία θα λαμβάνεται υπόψη η αύξηση του κόστους του χρέους που συνδέεται με υψηλά επιτόκια. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτή η προσωρινή ρήτρα ευελιξίας ζητήθηκε από τη Γαλλία και υποστηρίχθηκε από την Ιταλία, ως αντιστάθμισμα στις παραχωρήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία που ζητούσε η Γερμανία και άλλες «φειδωλές» χώρες.
«Δεδομένων των σημαντικών οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, πρέπει να έχουμε αυτό το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που να διασφαλίζει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», είπε ο Β. Ντομπρόβσκις. Αυτό θα επιτευχθεί, με βάση τους νέους κανόνες, μέσω της ισχυρότερης ιδιοκτησίας των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών προγραμμάτων από τα κράτη-μέλη, αλλά και μέσα από την επιβολή των δημοσιονομικών στόχων και των κινήτρων για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, ανέφερε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής.
Το νέο πλαίσιο
Πιο αναλυτικά, οι νέοι κανόνες υπαγορεύουν:
- Οι χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ πρέπει να το περιορίσουν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια μιας περιόδου προσαρμογής, ενώ οι χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% θα πρέπει να καταβάλουν το ήμισυ αυτής της προσπάθειας
- Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα δημοσιονομικό απόθεμα 1,5% του ΑΕΠ κάτω από το υποχρεωτικό όριο του 3%. Για τη δημιουργία αυτού του αποθέματος, η ετήσια προσαρμογή θα πρέπει να είναι 0,4% του ΑΕΠ, το οποίο θα μπορούσε να μειωθεί στο 0,25% του ΑΕΠ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου προσαρμογής
- Οι κυβερνήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να αποκλίνουν από την πορεία των καθαρών δαπανών κατά 0,3% του ΑΕΠ ετησίως και 0,6% του ΑΕΠ σωρευτικά κατά την περίοδο παρακολούθησης
- Οι χώρες θα μπορούν να επεκτείνουν την περίοδο προσαρμογής από τέσσερα χρόνια σε επτά χρησιμοποιώντας επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στα σχέδιά τους για την ανάκαμψη από την πανδημία
- Για τις χώρες που παραβιάζουν τους κανόνες για το έλλειμμα που πρέπει να καταβάλλουν ετήσια δημοσιονομική προσπάθεια μισής μονάδας του ΑΕΠ, οι αυξημένες πληρωμές τόκων θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό το 2025-27
- Παραμένουν τα όρια 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το χρέος
Οι νέοι κανόνες παρέχουν επίσης ειδική μεταχείριση στις αμυντικές δαπάνες, και επικεντρώνονται στις καθαρές δαπάνες και όχι στο διαρθρωτικό ή ονομαστικό έλλειμμα του προϋπολογισμού, καθώς οι καθαρές δαπάνες είναι άμεσα υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Ικανοποίηση Αθήνας
Στο πλαίσιο της σημερινής συμφωνίας ικανοποιήθηκαν οι βασικές προτεραιότητες που είχε θέσει και η ελληνική κυβέρνηση, όπως αναφέρει το ΥΠΕΘΟ σε ανακοίνωσή του, όσον αφορά την ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών, την ειδική πρόνοια για τους τόκους του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2033, την προστασία των επενδύσεων και την σταδιακή μείωση του δημοσίου χρέους, ώστε να μην υπονομεύεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή.
Πιο αναλυτικά το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων προβλέπει τα εξής:
Καταρχάς, οι βασικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ) παραμένουν αμετάβλητες, ωστόσο επέρχονται σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο παρακολουθείται η τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων από τις εθνικές κυβερνήσεις (το λεγόμενο «προληπτικό σκέλος») αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιείται και θα λειτουργεί η λεγόμενη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείματος – δηλαδή η ένταξη σε «καθεστώς επιτήρησης» (το λεγόμενο «διορθωτικό σκέλος»).
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το ΥΠΕΘΟ:
1) Ειδική μεταχείριση επενδύσεων στην άμυνα
Κατόπιν αιτήματος αρκετών κρατών μελών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα κατείχε εξέχουσα θέση, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες προβλέπουν ότι όταν σημειώνεται υπέρβαση των ορίων για το έλλειμμα και το χρέος, θα συνυπολογίζεται κατά πόσο αυτή οφείλεται στην πραγματοποίηση υψηλών δαπανών για επενδύσεις στην άμυνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εισάγεται η δυνατότητα αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεων του στην άμυνα, οι δαπάνες αυτές να μην λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Έτσι, οι επενδύσεις στην άμυνα δύνανται για πρώτη φορά να λειτουργούν ως κατηγορία δαπανών που θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό του (υπερβολικού) ελλείμματος. Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι η μοναδική κατηγορία δαπανών για την οποία εισάγεται ρητά αυτή η πρόνοια.
Δηλαδή, οι εν λόγω δαπάνες μόνο αν είναι η χώρα να κινδυνεύει να μπει ξανά σε περιπέτειες, δηλαδή στη διαδικασία «υπερβολικού ελλείμματος» όπως τότε, τα χρόνια προ μνημονίων. Αν φτάσει σε αυτό το σημείο της «απόκλισης» από τους νέους στόχους, τότε η αξιολόγηση των θεσμών, θα λάβει υπόψη το βάρος των αμυντικών δαπανών. Επίσης (και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό για την Ελλάδα, αν και μάλλον έγινε για το χατίρι της Γερμανίας), αν ένα κράτος αυξήσει επιπλέον τις αμυντικές δαπάνες στο μέλλον, πέραν όσων έχει ήδη συμφωνήσει και εγγράψει στο Μεσοπρόθεσμο Προϋπολογισμό (δηλαδή και ως παραλαβές επόμενων ετών), τότε αυτή η δαπάνη εξαιρείται.
2) Σταδιακός περιορισμός των ελλειμμάτων και του χρέους
Με τους υφιστάμενους κανόνες κάθε κράτος-μέλος που έχει χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Στην πράξη αυτό για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια. Με τους νέους κανόνες η απαιτούμενη μείωση χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ενώ ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (>90% του ΑΕΠ) όπως η Ελλάδα τίθεται η ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%. Σημειώνεται ότι τα τελευταία τρία χρόνια (2021-2023) η Ελλάδα μειώνει το λόγο χρέος προς ΑΕΠ κατά περισσότερες από δέκα μονάδες ετησίως. Για τα κράτη με χρέος μεταξύ 60% και 90% ο ελάχιστος μέσος απαιτούμενος ρυθμός μείωσης είναι 0,5%. Με την κατάργηση του κανόνα 1/20 οι απαιτήσεις περιορισμού του δημοσίου χρέους τα αμέσως επόμενα χρόνια θα είναι συνεπώς σημαντικά μειωμένες.
Επιπλέον με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες μειώνονται οι ελάχιστες απαιτήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ειδικότερα τόσο οι υφιστάμενοι όσο και οι νέοι κανόνες προβλέπουν ότι τα κράτη θα πρέπει κατά κανόνα να θέτουν στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα οι οποίοι να είναι πιο φιλόδοξοι από το ανώτατο όριο 3% που ορίζει η Συνθήκη. Ο σκοπός τους είναι να διασφαλιστεί ότι ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν δηλαδή το έλλειμμα θα είναι εκ των πραγμάτων υψηλότερο, τα κράτη μέλη θα κατορθώσουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Στο υφιστάμενο πλαίσιο, υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα ίσο με 0,5% του ΑΕΠ και 0,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Με τους νέους κανόνες, τα παραπάνω όρια καταργούνται και στην θέση τους τίθεται ένα ενιαίο και λιγότερο αυστηρό ανώτατο όριο ελλείμματος, το οποίο προβλέπει ότι το έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ.
3) Εθνική ιδιοκτησία και μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός
Με το νέο σύστημα επιστρέφουμε σε μια αρχιτεκτονική λιγότερο οριζόντια η οποία θα βασίζεται σε εξατομικευμένα εθνικά σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής τετραετούς διάρκειας. Τα Σχέδια αυτά θα πρέπει βέβαια να ακολουθούν τους συμφωνημένους κοινούς κανόνες ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει για κάθε κράτος μια τεχνική πρόταση (“technical trajectory”) εξέλιξης της μεταβλητής που θα αποτελεί το επίκεντρο της δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένα των καθαρών πρωτογενών δημοσίων δαπανών. Η πρόταση της Επιτροπής θα αποτελεί βάση συζήτησης για την λήψη τελικών αποφάσεων. Κάθε κράτος θα μπορεί να προτείνει και αυτό την δική του πρόταση δημοσιονομικής προσαρμογής λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζει. Αναγνωρίζεται μάλιστα ρητά ότι η πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών θα μπορεί να αποκλίνει από αυτήν που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εφόσον αυτό τεκμηριώνεται επαρκώς. Η διαδικασία αυτή είναι ανάλογη με εκείνη της έγκρισης των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που εφαρμόζονται στα πλαίσια του προγράμματος NextGenEU. Έτσι, αυξάνεται σημαντικά η εθνική ιδιοκτησία των σχεδίων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επίσης αναγνωρίζεται η δυνατότητα αναθεώρησης των τετραετών σχεδίων πριν την ολοκλήρωσή τους, είτε σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής είτε όταν επέλθουν μεταβολές που καθιστούν την εφαρμογή τους αδύνατη. Με αυτόν τον τρόπο αφενός αναγνωρίζεται το δικαίωμα των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να ενσωματώνουν στα Σχέδια Προσαρμογής τις δικές τους οικονομικές προτεραιότητες, τηρώντας βέβαια το γενικό πλαίσιο των συμφωνημένων κανόνων, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται ότι όταν συμβαίνουν απρόβλεπτά γεγονότα τα κράτη δεν θα είναι δέσμια ανεπίκαιρων σχεδίων.
4) Προστασία φιλοαναπτυξιακών επενδύσεων
Με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες δημιουργείται περισσότερος δημοσιονομικός χώρος για την πραγματοποίηση επενδύσεων που έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα και συμβάλουν στην αντιμετώπιση σύγχρονων προκλήσεων όπως η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η ενεργειακή ασφάλεια, η οικονομική ανθεκτικότητα, η κοινωνική συνοχή και η άμυνα. Αυτό δεν σημαίνει πλήρη εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν άλλωστε εφικτό δεδομένου ότι και αυτές οι δαπάνες από κάπου θα πρέπει τελικά να πληρωθούν. Ωστόσο τα κράτη που δεσμεύονται να πραγματοποιήσουν ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων θα μπορούν να αιτηθούν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής (έως 7 αντί για 4 έτη) προκειμένου να πετύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους.
5) Ρήτρες διαφυγής
Με το νέο πλαίσιο αναγνωρίζεται ρητά η δυνατότητα παρεκκλίσεων από τις προβλέψεις των τετραετών Σχεδίων Προσαρμογής, είτε σε περίπτωση που επέλθει σοβαρή οικονομική ύφεση στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ («Γενική Ρήτρα»), είτε σε εξαιρετικές περιστάσεις που βρίσκονται εκτός του ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά τους («ειδική ρήτρα»). Η απόφαση θα λαμβάνεται από το Συμβούλιο Υπουργών κατόπιν πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι όσον αφορά τις ειδικές ρήτρες αναγνωρίζεται ότι την πρωτοβουλία για την εκκίνηση της διαδικασίας θα την έχουν τα κράτη μέλη τα οποία θα υποβάλουν σχετικό αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (αποτέλεσε αίτημα της Ελλάδας που έγινε αποδεκτό).
Δηλώσεις Κωστή Χατζηδάκη
Στη σημερινή συνεδρίαση την Ελλάδα εκπροσώπησε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης.
Ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε σχετικά: «Μια μακρά ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε σήμερα με επιτυχία για την Ελλάδα. Ένα μακροχρόνιο αίτημα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων για την εξαίρεση των αμυντικών επενδύσεων από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος γίνεται για πρώτη φορά αποδεκτό. Παράλληλα, γίνεται ρητή αναφορά με θετικό τρόπο στο ζήτημα που θα προκύψει το 2033 σε σχέση με τον υπολογισμό των τόκων των δανείων του επίσημου τομέα στο ελληνικό δημόσιο χρέος, απαλλάσσοντας έτσι τη χώρα από ένα πονοκέφαλο ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Στόχος της Ελλάδας σε αυτές τις διαπραγματεύσεις ήταν να εξασφαλιστεί ο μέγιστος δυνατός συνδυασμός των πολιτικών της δημοσιονομικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, σταθερή δέσμευσή μας ήταν και παραμένει μια οικονομική πολιτική που αφήνει πίσω την περασμένη δεκαετία αλλά θέτει τις βάσεις για μια ελληνική οικονομία που θα συνεχίσει να εκπλήσσει ευχάριστα συνδυάζοντας τα γερά δημοσιονομικά θεμέλια με την γρήγορη ανάπτυξη της χώρας».