Την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ανθεκτική και στο δημοσιονομικό και στο χρηματοπιστωτικό πεδίο εκφράζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση μεταπρογραμματικής εποπτείας για την Ελλάδα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στην ανά εξάμηνο αυτή έκθεση που ακολουθεί όλα τα κράτη που περάσαν από μνημόνια η Κομισιόν ενσωματώνει έκθεση βιωσιμότητας χρέους η οποία δείχνει χαμηλό ρίσκο σε βραχυπρόθεσμο αλλά και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αναφέρεται με θετικά σχόλια στις πρόσφατες αναβαθμίσεις αλλά και στην πρόωρη που πληρωμή του ακριβού δανείου του πρώτου μνημονίου.
Γίνεται ειδική αναφορά στην πρόοδο που υπήρχε στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων. Επισημαίνεται η ανάγκη για πιο πολλά βήματα στο τραπεζικό πεδίο αλλά και στην αποπληρωμή των οφειλών του κράτους προς ιδιώτες ειδικά στα νοσοκομεία.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι, παρά τις πολλαπλές προκλήσεις, η οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι ανθεκτική. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι κίνδυνοι εμφανίζονται αυξημένοι εξαιτίας του λόγου χρέους προς ΑΕΠ που παραμένει υψηλός.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για την περίοδο 2023 έως 2025 είναι χαμηλές, χάρη στα αναμενόμενα, σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα και στη μέτρια απόσβεση του χρέους. Η Ελλάδα ζήτησε να αποπληρώσει πρόωρα 5,3 δισ. ευρώ δανείων προς χώρες της ευρωζώνης, στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος διάσωσης. Οι αποπληρωμές των δανείων του EFSF ξεκίνησαν φέτος, ενώ η αποπληρωμή των δανείων του ESM δεν θα ξεκινήσει νωρίτερα από το 2034. Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο απόθεμα ρευστότητας και έχει συνεχή πρόσβαση στις αγορές με τακτικές και επιτυχημένες δημοπρασίες ομολόγων.
Το πόρισμα
Αναφέρεται πως μετά από μια ισχυρή ανάπτυξη το 2022, ο ρυθμός αναμένεται να μετριαστεί, με την αύξηση του ΑΕΠ να υπερβαίνει ωστόσο την μακροπρόθεσμη δυναμική του. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2023, 2,3% το 2024 και 2,2% το 2025, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής. Εκτός από την κατανάλωση, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αναμένεται να αποτελέσει βασικό μοχλό ανάπτυξης, καθώς η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στηρίζει τις επενδύσεις.
Οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές αναμένεται να έχουν σχετικά μικρό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ το 2023, καθώς οι πληγείσες περιοχές αντιπροσωπεύουν περιορισμένο μερίδιο της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Επίσης, μετά την απότομη επιβράδυνση το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει την ίδια τάση, αν και με βραδύτερο ρυθμό, λόγω της φθίνουσας επίπτωσης βάσης των τιμών της ενέργειας και της σταθερής αύξησης των μισθών.
Η απασχόληση προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω, αν και με πιο ήπιο ρυθμό. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε το 2023 και αναμένεται να μειωθεί τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, το εξωτερικό ισοζύγιο είναι πιθανό να παραμείνει σε σημαντικά ελλειμματική κατάσταση. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω της συγκρατημένης αύξησης των δαπανών και της σταθερής αύξησης των εσόδων. Το απόθεμα ληξιπρόθεσμων οφειλών μειώθηκε, αλλά η μείωση ήταν άνιση: ενώ η πρόοδος ήταν ικανοποιητική στον τομέα των συντάξεων, το επίμονα υψηλό απόθεμα ληξιπρόθεσμων οφειλών στα νοσοκομεία και σε ΔΕΚΟ απαιτεί διαρθρωτικές βελτιώσεις.
Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει ισχυρή, αλλά η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ιδίως από τους servicers συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Επίσης αναφέρεται πως η διαχείριση των δημοσίων περιουσιακών στοιχείων γίνεται πιο αποτελεσματική χάρη στο νέο νόμο.
Ειδική αναφορά γίνεται στο γεγονός πως «μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2023, η Ελλάδα είχε αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα από δύο από τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης που αναγνωρίζει η ΕΚΤ. Οι κύριοι λόγοι για τις αναβαθμίσεις ήταν η διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική ευθύνη, η ανθεκτική οικονομία και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. «Η Ελλάδα είναι μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα στους άλλους δύο οίκους αξιολόγησης».
Μπορούν πια να μειωθούν τα ταμειακά αποθέματα
Τα ταμειακά αποθέματα είναι υψηλά, περίπου 38 δισεκατομμύρια ευρώ στις αρχές Οκτωβρίου λόγω της εκταμίευσης των επιχορηγήσεων και των δανείων του RRF. Εκτιμάται όμως πως μετά τις αναβαθμίσεις ο ΟΔΔΗΧ είναι πιθανό να τα συρρικνώσει σταδιακά για να μειώσει το απόθεμα εντόκων γραμματίων ή άλλων χρεογράφων με μικρή διάρκεια, αναφέρεται. Το ελληνικό δημόσιο χρέος συνεχίζει να είναι καλυμμένο σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των επιτοκίων λόγω του μεγάλου ακόμη μεριδίου των επίσημων δανείων που χορηγούνται με ευνοϊκά επιτόκια.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί στο 160,9% του ΑΕΠ το 2023 και στο 151,9% το 2024 λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, των πρωτογενών πλεονασμάτων και των χαμηλών δαπανών για τόκους.
Έκθεση βιωσιμότητας χρέους
Αναφορικά με την έκθεση βιωσιμότητας χρέους, στο βασικό σενάριο, ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί στο 124,1% του ΑΕΠ το 2034. Αυτή η πτωτική τροχιά εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA), η Ελλάδα αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι φαίνεται να είναι υψηλοί.
Η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να εξυπηρετήσει το χρέος της. Τα επόμενα χρόνια, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας αναμένεται να είναι χαμηλές λόγω των αναμενόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, της περιορισμένης διάρκειας του χρέους και των χαμηλών δαπανών για τόκους.