Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και τα επίπεδα της ζήτησης αναμένεται να καθορίσουν το 2024 την πορεία της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και κατά συνέπεια να επηρεάσουν το κόστος της ενέργειας, τα επίπεδα του πληθωρισμού και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Η Ελλάδα αποτελεί κατ’ εξοχήν χώρα εισαγωγής και ως εκ τούτου οι διακυμάνσεις του Brent, οι τιμές Platts και η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου θα διαμορφώσουν και τις τιμές της εγχώριας αγοράς και θα προδιαγράψουν σε μεγάλο βαθμό το κόστος της ενέργειας αλλά και πολλών άλλων καταναλωτικών αγαθών.
Διεθνείς οργανισμοί και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δίνουν ένα εύρος τιμών από 70 δολάρια έως 93 δολάρια το 2024, ενδεικτικό της αδυναμίας πρόβλεψης της επίδρασης πολλών διαφορετικών παραγόντων. Η Goldman Sachs βλέπει το Brent να κινείται μεταξύ 70 και 90 δολαρίων το βαρέλι, ο ΙΕΑ στα 82,57 δολάρια το βαρέλι, η Barclays στα 93 δολάρια το 2024, ενώ η S&P Global στα 85 δολάρια. Φυσικά, μια τιμή στα 70 δολάρια ή και χαμηλότερα είναι πολύ διαφορετική από τα 90 δολάρια και επηρεάζει διαφορετικά χώρες που δεν έχουν δική τους παραγωγή.
Στο επίκεντρο οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι εκλογές σε ΗΠΑ, Ρωσία και Βενεζουέλα
Η ανησυχία για την κλιμάκωση του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς μετά από τα τελευταία χτυπήματα των Χούτι στην Ερυθρά Θάλασσα και ο πόλεμος στην Ουκρανία που άφησαν το ζοφερό τους αποτύπωμα το 2023 βρίσκονται σε εξέλιξη και στην αυγή του νέου έτους. Μία απότομη κλιμάκωση του γεωπολιτικού κινδύνου θα μπορούσε να φράξει τις οδούς διέλευσης του πετρελαίου ή να στιγματιστεί με κυρώσεις, οι οποίες πιθανότητα θα ασκούσαν ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Αυτή όμως η προοπτική επισκιάζεται από σειρά άλλων παραγόντων οι οποίοι είτε θα ασκήσουν πιέσεις στις τιμές είτε, στην καλύτερη περίπτωση θα τις διατηρήσουν στα σημερινά περίπου επίπεδα.
Μια επικείμενη ύφεση, μια βαθύτερη επιβράδυνση στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, η μικρότερη από την αναμενόμενη ζήτηση αργού από την Κίνα και οι πλεονάζουσες ποσότητες αποτελούν επίσης παράγοντες που συνδιαμορφώνουν το κλίμα της αγοράς ασκώντας αντίθετες πιέσεις. Ωστόσο, το 2024 μπαίνουν στο κάδρο και οι εκλογές σε τρία πετρελαιοπαραγωγά κράτη, τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Βενεζουέλα, οι οποίες ανάλογα με το αποτέλεσμα αναμένεται ότι θα επηρεάσουν διαφορετικά τις διεθνείς τιμές.
Στην Ρωσία, με τις προγραμματισμένες εκλογές στις 15-17 Μαρτίου, οι διεθνείς αναλυτές αναμένουν ότι ο Πούτιν θα παραμείνει στην εξουσία χάρη στις συνταγματικές τροποποιήσεις στις οποίες έχει προβεί. Για το πετρέλαιο, η νίκη του Πούτιν θα σημαίνει διατήρηση του status quo του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων της Δύσης.
Στην Βενεζουέλα, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης Μαδούρο για την περιοχή Essequibo στην Γουιάνα, η οποία είναι πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικούς πόρους έχει πυροδοτήσει ένα νέο μέτωπο εντάσεων στη Λατινική Αμερική.
Στις ΗΠΑ, οι οποίες εξέπληξαν τους πάντες προσθέτοντας 1 εκατομμύριο βαρέλια στην ημερήσια παραγωγή, οι εκλογές αναμένεται να επηρεάσουν την οικονομία της ίδια της χώρας (η οποία βρέθηκε στα πρόθυρα του shutdown), την ζήτηση στην εγχώρια αγορά αλλά και την παραγωγική ικανότητα της χώρας, την στιγμή μάλιστα που απολαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο και στην παγκόσμια αγορά λόγω των περικοπών του ΟΠΕΚ+.
Ο ρόλος του ΟΠΕΚ+
Τα κράτη – μέλη του ΟΠΕΚ+ αντλούν το 40% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου και η πολιτική που ακολουθούν είθισται να επηρεάζει την πορεία των τιμών. Τον Ιούνιο του 2023 η Σαουδική Αραβία, ο de facto ηγέτης του ΟΠΕΚ και ένας από τους 3 μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο, αποφάσισε να προσφερθεί εθελοντικά για επιπλέον περικοπές 1 εκατ. βαρελιών την ημέρα «με στόχο να στηρίξει τη σταθερότητα και ισορροπία των αγορών πετρελαίου». Οι τιμές του πετρελαίου προσέγγισαν τα 97 δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 25% από τον Ιούνιο του 2023. Πρόσφατα, τον Νοέμβριο, ο ΟΠΕΚ+ συμφώνησε επίσης να επεκτείνει τις περικοπές στο πρώτο τρίμηνο του 2024.
Το καρτέλ μείωσε την παραγωγή του όχι επειδή υπήρχε περισσότερο πετρέλαιο στις αγορές, αλλά επειδή προέβλεψε την επικείμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η (βραδύτερη) οικονομική ανάκαμψη της Κίνας συνέχισε να εμποδίζει ένα ράλι της τιμής του πετρελαίου ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες κατέγραψαν επίσης οικονομική επιβράδυνση με τη ζήτηση πετρελαίου στη Γερμανία να μειώνεται κατά 90.000 bpd το 2023, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA). Επιπλέον, η μεταποιητική δραστηριότητα στις ΗΠΑ μειώθηκε για 13 διαδοχικούς μήνες.
Στο πλαίσιο αυτό, οι περικοπές κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024 ίσως να μην είναι αρκετές για να δώσουν ώθηση στην τιμή του πετρελαίου την στιγμή μάλιστα που η παγκόσμια αγορά έχει ήδη χτίσει σημαντικά αποθέματα και η ζήτηση παραμένει αβέβαιη.
Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, το 2024 αναμένεται ότι θα δούμε άφθονη προσφορά λόγω της αύξησης της παραγωγής από τις ΗΠΑ ενώ η Βραζιλία, η Γουιάνα, η Νορβηγία και ο Καναδάς θα διατηρήσουν επίσης τα αποθέματα σε καλά επίπεδα. Αυτό απαντά επίσης στο ερώτημα εάν οι τιμές του πετρελαίου θα αγγίξουν τα 100 δολάρια το 2024. Χωρίς να υπάρχει κάποια σημαντική ανάφλεξη σε γεωπολιτικό επίπεδο, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό είναι σχεδόν μηδενικές.
Όσον αφορά στην ζήτηση, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 1,1 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2024 - και σημειώθηκε ότι η παραγωγή από παραγωγούς εκτός ΟΠΕΚ θα συμβάλει κατά 1,2 εκατομμύρια βαρέλια στην παγκόσμια προσφορά. Οι προοπτικές του ΟΠΕΚ για το 2024 είναι ελαφρώς διαφορετικές από αυτές του ΔΟΕ καθώς βλέπει την ζήτηση στα 2,25 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Η τιμή των καυσίμων στην Ελλάδα
Καθώς μπαίνουμε στο 2024, οι παγκόσμιοι οικονομικοί δείκτες δεν φαίνονται πολύ ισχυροί και η πιθανότητα ύφεσης, εξακολουθεί να είναι υψηλή. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται ότι θα εμφανίσουν πτωτικές τάσεις παρά ανοδικές. Αυτό μπορεί να αποτελεί ένα κακό νέο για τις επιχειρήσεις του κλάδου αλλά οι καταναλωτές ενδέχεται να υποδεχθούν τις εξελίξεις με μια σχετική ανακούφιση.