Tην προτίμηση του στις ανά 25 μονάδες βάσης μειώσεις επιτοκίων, άπαξ και ξεκινήσει η νομισματική χαλάρωση, εξέφρασε το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπόρις Βούιτσιτς μιλώντας σε μία τηλεδιάσκεψη, σύμφωνα με το Bloomberg.
«Ιδανικά, η άποψή μου για τη δράση στα επιτόκια είναι να κινούμαστε ανά 25 μονάδες βάσης», δήλωσε ο Κροάτης αξιωματούχος την Πέμπτη. Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής «θα κινούνταν σταδιακά και συνεχώς προς μια κατεύθυνση, μόλις βεβαιωθούν ότι ο ρυθμός πληθωρισμού βρίσκεται στην πορεία που θέλουν να τον δουν».
Ο Βούιτσιτς δεν απέκλεισε μεγαλύτερα βήματα των 50 μονάδων βάσης — «αν τα δεδομένα δικαιολογούν μια τέτοια ενέργεια». Ωστόσο, προσέθεσε ότι μια τέτοια ενέργεια θα ήταν κατάλληλη μόνο εάν η οικονομία αποδώσει πολύ χειρότερα από την «ήπια προσγείωση» που προβλέπεται επί του παρόντος.
Οι δηλώσεις του Βούιτσιτς, ώθησαν τις αγορές χρήματος να στρέψουν τα στοιχήματα προς μεγαλύτερη χαλάρωση, σε έξι μειώσεις 0,25% έως το τέλος του έτους με την πρώτη τέτοια κίνηση να έρχεται τον Απρίλιο.
Οι αποδόσεις του γερμανικού διετούς - από τις πιο ευαίσθητες στις αλλαγές στη νομισματική πολιτική - είναι 4 μονάδες βάσης χαμηλότερες στο 2,61% και έτοιμες για τη μεγαλύτερη πτώση τους σε περισσότερο από μια εβδομάδα.
Ο Βούιτσιτς επανέλαβε την άποψή του ότι τα στοιχήματα της αγοράς είναι πολύ αισιόδοξα και ότι ο ρυθμός και ο χρόνος των μειώσεων των επιτοκίων θα εξαρτηθούν από τα δεδομένα. Οι αξιωματούχοι έχουν επισημάνει ότι η πρώτη περικοπή πριν από τα μέσα του έτους είναι απίθανη.
Αντί να βιαστούν να μειώσουν τα επιτόκια, οι τραπεζίτες συμπεριλαμβανομένου του Βούιτσιτς, δήλωσαν ότι προτιμούν να περιμένουν στοιχεία για τους μισθούς που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την πεποίθησή τους ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% το επόμενο έτος.
«Θέλουμε σίγουρα να δούμε τις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς του πρώτου τριμήνου», είπε. «Καθώς ο αντίκτυπος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων στον πληθωρισμό έχει σχεδόν εκλείψει, τώρα όλα αφορούν τον εγχώριο πληθωρισμό, τις υπηρεσίες και αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις μισθολογικές εξελίξεις».