Νέες και βελτιωμένες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στην Ελλάδα παρείχε η τελευταία αξιολόγηση στο πλαίσιο του άρθρου IV της χώρας από το ΔΝΤ, καθώς αναβάθμισε ήπια την πρόβλεψη για επέκταση του ΑΕΠ το 2024, στο 2,1%, από 2% προηγουμένως.
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά και διαγράφονται σταθερές όσον αφορά στην ανάπτυξη χωρίς ωστόσο να λείπουν οι κίνδυνοι, κυρίως αναφορικά με τον πληθωρισμό.
Η ιδιωτική κατανάλωση θα στηριχθεί στη αύξηση των πραγματικών μισθών, ενώ οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να επεκτείνονται με την εφαρμογή του Ελλάδα 2.0.
Ανθεκτικές και οι τράπεζες, σύμφωνα με το ΔΝΤ, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση του ισολογισμού ενώ η ποιότητα του ενεργητικού βελτιώθηκε περαιτέρω με τον δείκτη των NPL να μειώνεται κάτω από το 5% στις τέσσερις συστημικές.
Διαβάστε επίσης:
Στο μεταξύ, τα υψηλότερα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια συνέβαλαν στην ισχυρή ανάκαμψη των τραπεζικών κερδών και ενίσχυσαν την κεφαλαιακή επάρκεια. Το τραπεζικό σύστημα διατηρεί επίσης σημαντικά αποθέματα ρευστότητας παρά τις σημαντικές αποπληρωμές των στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (TLTRO).
Όσον αφορά στον πληθωρισμό, το ΔΝΤ αναφέρει ότι θα φτάσει τον στόχο 2% της ΕΚΤ έως το τέλος του 2025, καθώς οι πιέσεις θα εκτονωθούν σταδιακά παρά τη συνεχιζόμενη ομαλοποίηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων.
Ωστόσο, προειδοποιεί ότι μια κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία ή στη Γάζα θα μπορούσε να διαταράξει το εμπόριο και να προκαλέσει νέες πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων αλλά και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη.
Στον αντίποδα, η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τις ισχυρότερες από τις αναμενόμενες αντιδράσεις της αγοράς στην πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, θα μπορούσε να βελτιώσει περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης.
Το ΔΝΤ επισημαίνει πως το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας επεκτείνεται πάνω από τα προπανδημικά επίπεδα, λόγω της ισχυρής ανάκαμψης του τουρισμού και την ενίσχυση των επενδύσεων που επιτυγχάνονται από τη χρηματοδότηση του NextGenerationEU και τις εισροές ΑΞΕ.
Ο πληθωρισμός έχει μειώσει τον δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κάτω από το προ-πανδημίας επίπεδό του με περιορισμένους κινδύνους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα λόγω της ευνοϊκής δομής του χρέους. Η προβολή του Ταμείου για το 2024, κάνει λόγο για χρέος στο 158% του ΑΕΠ.
Μειώθηκε το χρέος, παραμένουν ανισσοροπίες - Οι συστάσεις του ΔΝΤ
Ωστόσο, διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και το ακόμη χαμηλό επίπεδο επενδύσεων καθώς και οι αυξανόμενοι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή επηρεάζουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές.
Η φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ενώ θα υποστηρίξει την χωρίς αποκλεισμούς πράσινη ανάπτυξη.
Περαιτέρω εξυγίανση βραχυπρόθεσμα και διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος μεσοπρόθεσμα θα συμβάλει στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους περιορίζοντας την πρόσθετη πίεση στον πληθωρισμό. Για πράσινη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να δώσει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων επενδύσεων, και στις κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση.
Επισημαίνεται ακόμα, πως οι προβολές της ελληνικής πλευράς κάνουν λόγο για μείωση του δημόσιου χρέους ακόμα και κατά 6,3% του ΑΕΠ σωρευτικά έως το 2070 λόγω της εφαρμογής της μεταρρύθμισης των επικουρικών συντάξεων. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα ωριμάσουν τις επόμενες δεκαετίες, μειώνοντας τις συνταξιδοτικές δαπάνες κατά 3,8% του ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2060, σύμφωνα με την Έκθεση Γήρανσης της ΕΕ του 2021.
Πιο αναλυτικά, μεσοπρόθεσμα, αξιολογείται ο κίνδυνος βιωσιμότητας χρέους ως μέτριος, με το δημόσιο χρέος σε πτωτική τροχιά και τον κίνδυνο ανατροπής να είναι διαχειρίσιμος, ενώ τα προσαρμοσμένα μακροοικονομικά σοκ φαίνονται επίσης διαχειρίσιμα.
Ο αντίκτυπος του μεγάλου κληροδοτημένου χρέους της Ελλάδας μετριάζεται λόγω της αυξανόμενης δυνητικής παραγωγής, των μακριών λήξεων, των χαμηλών σταθερών επιτοκίων επιτόκια, τις μεγάλες περιόδους χάριτος και την προληπτική διαχείριση του χρέους μέσω αντιστάθμισης κινδύνου.
Μακροπρόθεσμα, οι κίνδυνοι θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη του ουδέτερου επιτοκίου και τα ασφάλιστρα κινδύνου, την ικανότητα διατήρησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και τηνεφαρμογή διαρθωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την ανάπτυξη και τη δυνατότητα να υπάρξει αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων. Το ΔΝΤ εκτιμά πως οι Ακαθάριστες Χρηματοδοτικές Ανάγκες θα παραμείνουν διαχειρίσιμες υπό πολλά σενάρια stress test που ενσωματώνουν τη γήρανση του πληθυσμού και τις κλιματικές πιέσεις.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ για το βασικό σενάριο, τα επίπεδα του δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθούν σε λιγότερο από 150% του ΑΕΠ έως το 2026 και λιγότερο από 135% του ΑΕΠ έως το 2032, ενώ, ταυτόχρονα, αναμένονται οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμείνουν κατά μέσο όρο κάτω από το 10% του ΑΕΠ καθ' όλη την περίοδο.
Σημειώνεται ωστόσο πως ο τρόπος υπολογισμού του ΔΝΤ διαφέρει από την αντίστοιχη μέτρηση από πλευράς Κομισιόν.
Τι προτείνει για τις τράπεζες
Προειδοποιεί ωστόσο, πως η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω σε ένα περιβάλλον με υψηλότερα επιτόκια υψηλότερα για μεγαλύτερο επιτόκιο. Η παρακολούθηση και διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τα επιτόκια, τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση και τα πιστωτικά ανοίγματα θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω.
Εκτιμάται, πως τα προσωρινά αυξημένα τραπεζικά κέρδη θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και τη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου. Το ΔΝΤ προτείνει πως η ενεργοποίηση ενός θετικού ουδέτερου αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος θα βοηθούσε τις τράπεζες προφύλαξη από πιθανά συστημικά σοκ.
Επιπλέον, μέτρα με βάση τους δανειολήπτες για τα στεγαστικά δάνεια -όπως ανώτατα όρια δανείου προς αξία και αναλογίες εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα- θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και κατά συνέπεια θα περιορίσουν τρωτά σημεία στο τραπεζικό σύστημα.
Παραγωγικότητα και αγορά εργασίας
Στο πεδίο της παραγωγικότητας, το ΔΝΤ εκτιμά πως οι εκτενείς μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών εμποδίων στον εφοδιασμό θα άρουν μεσοπρόθεσμα προοπτικές ανάπτυξης εν μέσω των αρνητικών δημογραφικών προοπτικών.
Επιπλέον, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η αντιμετώπιση των φραγμών για μεγαλύτερο ανταγωνισμό θα απελευθέρωνε υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις και βελτίωση της παραγωγικότητας.
Συστήνεται ακόμα, η εξασφάλιση υψηλότερης συμμετοχής στην εργασία και καλύτερου ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που θα αυξήσει τον δυναμισμό της αγοράς εργασίας ενώ παράλληλα θα διευκολύνει περαιτέρω την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση.
Το ΔΝΤ υπογραμμίζει πως η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων του δικαστικού συστήματος και των εξωδικαστικών διαδικασιών θα συμβάλει όχι μόνο για τη βελτίωση του δυναμισμού και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων αλλά και για την αύξηση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα με περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και του προβληματικού χρέους που ανακτήθηκε από τους πιστωτικούς φορείς.
Κλίμα και ενεργειακή πολιτική
Το Ταμείο επισημαίνει πως απαιτούνται συντονισμένες προσπάθειες για την επίτευξη και τη διευκόλυνση των φιλόδοξων στόχων για το κλίμα και την πράσινη μετάβαση.
Δεδομένης της κυριαρχίας των ορυκτών καυσίμων στον ενεργειακό εφοδιασμό, μια ισχυρή εφαρμογή του πλαισίου πολιτικής των αρχών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για εξορθολογισμό του πλαισίου αδειοδότησης για νέες επενδύσεις και καλύτερη ενσωμάτωση των ΑΠΕ σε ένα αναβαθμισμένο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, θα επιτάχυνε την πρόοδο ενώ θα ενίσχυε την ενεργειακή ασφάλεια.
Όπως σημειώνει η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να αυξήσει την τιμολόγηση του άνθρακα (συμπεριλαμβανομένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των τελών) σε τομείς, όπως οι μεταφορές, για περαιτέρω κίνητρα για ταχεία και αποτελεσματική πράσινη μετάβαση.
Παρ' όλ' αυτά το ΔΝΤ τονίζει πως οι τιμές της ενέργειας στην χώρα συνεχίζουν να ομαλοποιούνται.