Με τη μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ, η υπερβάλουσα ρευστότητα του Ευρωσυστήματος περιορίζεται ολοένα και περισσότερο. Ωστόσο, καθώς η ρευστότητα κατανέμεται άνισα μεταξύ των τραπεζών, είναι απαραίτητη η αποτελεσματική αναδιανομή και χρήση της χρηματοδότησης από την αγορά. Αυτό μέχρι στιγμής έχει λειτουργήσει καλά, με περιορισμένη προσφυγή στις πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Το ερώτημα ωστόσο που προκύπτει είναι κατά πόσο και με ποιον τρόπο οι τράπεζες προσαρμόζονται σε ένα περιβάλλον μειούμενης ρευστότητας, όπως επισημαίνεται σε ανάλυση στο blog της ΕΚΤ.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και μετά από αυτήν, το Ευρωσύστημα αγόρασε μεγάλες ποσότητες ομολόγων και δάνεισε ρευστότητα στις τράπεζες με ευνοϊκά επιτόκια. Αυτά τα μέτρα εξασφάλισαν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης και την επίτευξη της εντολής της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών όταν ο πληθωρισμός ήταν χαμηλότερα του στόχου του 2%. Ταυτόχρονα, τα μέτρα διοχέτευσαν μεγάλα ποσά ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα πολύ πέρα από την απαιτούμενη από τις τράπεζες ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας. Ως εκ τούτου, η πλεονάζουσα ρευστότητα αυξήθηκε σημαντικά, φθάνοντας στο ανώτατο όριο των 4,7 τρισ. ευρώ το Νοέμβριο του 2022. Έκτοτε, ο ισολογισμός της κεντρικής τράπεζας ομαλοποιείται και με τη σειρά της η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώθηκε κατά 31% σε 3,2 τρισ. έως τον Μάιο του 2024.
Και πάλι όμως, η πλεονάζουσα ρευστότητα αναμένεται να παραμείνει άφθονη για κάποιο χρονικό διάστημα λαμβάνοντας υπόψη τη σταδιακή μείωση στο μέλλον. Ωστόσο, η εμπειρία πολλών κρίσεων, το μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό περιβάλλον και οι αυστηρότερες πρακτικές διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών υποδηλώνουν ότι οι τράπεζες θα θέλουν να διατηρήσουν περισσότερη ρευστότητα από τις κεντρικές τράπεζες ως απόθεμα ασφαλείας. Βεβαίως, το επιθυμητό ποσό επιπλέον αποθεματικών θα διαφέρει μεταξύ των τραπεζών και θα εξαρτηθεί από την τάση ανάληψης ρίσκου ή το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ρευστότητα κατανέμεται άνισα μεταξύ των τραπεζών, αντανακλώντας τις διαφορετικές ανάγκες ρευστότητας και τα επιχειρηματικά μοντέλα στη ζώνη του ευρώ και τις τράπεζες, ορισμένες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ελλείψεις πολύ νωρίτερα σε σχέση με άλλες. Αυτό εγείρει το ερώτημα πώς οι τράπεζες προσαρμόζονται σε ένα περιβάλλον χαμηλότερης συνολικής ρευστότητας και εάν η ρευστότητα ρέει αποτελεσματικά από τράπεζες με ακόμα άφθονη ρευστότητα σε εκείνες με αναδυόμενες ανάγκες ρευστότητας. Εάν μια τέτοια αναδιανομή ήταν απομειωμένη και οι τράπεζες ήταν ταυτόχρονα απρόθυμες να δανειστούν από την ΕΚΤ στις συνήθεις πράξεις αναχρηματοδότησης, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ελλείψεις ρευστότητας, αστάθεια στα επιτόκια της αγοράς χρήματος και τελικά να παρεμποδίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Η αγορά repo και η αγορά καλυμμένων ομολόγων είναι δύο ιδιαίτερα σημαντικές αγορές για την ανακατανομή της ρευστότητας μεταξύ των τραπεζών.
Αγορά ρέπο
Οι αγορές repo υπήρξαν ένα κρίσιμο κανάλι για την αποτελεσματική κατανομή της ρευστότητας μεταξύ των τραπεζών. Σε αυτήν την αγορά υψηλής ρευστότητας, οι τράπεζες δανείζουν και δανείζονται μετρητά έναντι εξασφαλίσεων μεταξύ τους. Καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώνεται, οι τράπεζες έχουν εμφανώς αυξήσει τη δραστηριότητά τους σε repo, σημάδι ότι οι τράπεζες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο αυτήν την αγορά για ενεργή διαχείριση ρευστότητας. Επίσης, ενώ η μη εξασφαλισμένη δραστηριότητα της διατραπεζικής αγοράς αυξήθηκε ελαφρά, παραμένει πολύ περιορισμένη σε μέγεθος, κυρίως λόγω του κόστους από πλευράς ρυθμιστικού πλαισίου, και συγκεντρωμένη μεταξύ των γερμανικών τραπεζών.
Οι αγορές repo χρησιμοποιούνται επίσης όλο και περισσότερο για να συμβάλουν στην εκπλήρωση των απαιτήσεων ρύθμισης ρευστότητας. Η αύξηση των όγκων των συμφωνιών επαναγοράς προήλθε κυρίως από συναλλαγές με διάρκεια 1 μηνός και άνω, οι οποίες είναι πιο πολύτιμες από πλευράς ρυθμιστικού πλαισίου, σε σύγκριση με τις βραχυπρόθεσμες λήξεις και γίνονται όλο και περισσότερο έναντι τραπεζικών ομολόγων, ιδίως καλυμμένων ομολόγων, μετατρέποντας έτσι ενεργητικό που είναι λιγότερο ρευστοποιήσιμο σε πιο ρευστοποιήσιμο ενεργητικό: μετρητά που διακρατούνται στην κεντρική τράπεζα.
Η μεγέθυνση της δραστηριότητας repo υποδηλώνει μια ιδιαίτερα λειτουργική αγορά. Στην πραγματικότητα, ο υψηλότερος όγκος της αγορά repo συνοδεύεται από περισσότερες τραπεζικές διασυνοριακές συναλλαγές και ελάχιστες ενδείξεις για μεγαλύτερη διασπορά τιμών στην αγορά.
Καλυμμένες ομολογίες
Επιπλέον, τα καλυμμένα ομόλογα διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στη χρηματοδότηση και την αναδιανομή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Εν όψει των αποπληρωμών των Στοχευμένων Πράξεων Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (TLTRO), οι τράπεζες αύξησαν τη χρηματοδότησή τους με βάση την αγορά, ιδίως μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων. Τα καλυμμένα ομόλογα είναι εξασφαλισμένα τραπεζικά χρεόγραφα που καλύπτονται από ομόλογα του δημόσιου ή ενυπόθηκα δάνεια και όπου οι επενδυτές επωφελούνται από προστασία διπλής προσφυγής. Τα καλυμμένα ομόλογα, όπως και άλλα μέσα σταθερού εισοδήματος, έγιναν ιδιαίτερα ελκυστικά για τους επενδυτές όταν οι αποδόσεις κινήθηκαν υψηλότερα από το 2022. Είναι ενδιαφέρον ότι οι τράπεζες αποτέλεσαν σημαντικό επενδυτή που απορρόφησε μεγάλο μέρος της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων άλλων τραπεζών. Καθώς οι τράπεζες έχουν επενδύσει σε καλυμμένα ομόλογα άλλων τραπεζών από άλλες χώρες, αυτό συνέβαλε περαιτέρω στην αναδιανομή της ρευστότητας εντός του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ.
Επιδιώκουν οι τράπεζες περισσότερη ρευστότητα;
Καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα παραμένει υψηλή και η αναδιανομή μεταξύ των τραπεζών μέσω αγορών repo και καλυμμένων ομολόγων λειτουργεί καλά, υπήρξε μέχρι τώρα περιορισμένη μόνο αύξηση στη χρήση των πράξεων αναχρηματοδότησης της κεντρικής τράπεζας. Χωρίς τέτοια υψηλά επίπεδα και ομαλές ροές ρευστότητας, θα περίμενε κανείς ότι ορισμένες τράπεζες θα αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν περισσότερο τις τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, ιδίως για να αντικαταστήσουν τα δάνεια TLTRO που λήγουν. Δεν συνέβη όμως αυτό μέχρι τώρα. Λιγότερο από το 1% των υπό διαπραγμάτευση TLTRO μετακυλίστηκε σε τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως η Πράξη Κύριας Αναχρηματοδότησης (MRO) ή η Πράξη Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης 3 μηνών (LTRO)
Αντιμετώπιση των προκλήσεων
Η μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας συνεχίζεται, γεγονός που ώθησε τις τράπεζες να αξιοποιήσουν πηγές χρηματοδότησης που βασίζονται στην αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο, τα εξασφαλισμένα εργαλεία χρηματοδότησης, όπως οι αγορές repo και καλυμμένων ομολόγων, ήταν σημαντικά για την υποστήριξη της αναδιανομής της πλεονάζουσας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Το σίγουρο είναι ότι θα προκύψουν περισσότερες ανάγκες χρηματοδότησης καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώνεται περαιτέρω και η πλεονάζουσα ρευστότητα παραμένει άνισα κατανεμημένη εντός και μεταξύ των χωρών. Αυτό θα απαιτήσει περαιτέρω ανακατανομή της ρευστότητας σε μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι παρατηρείται σήμερα.
Οι πρόσφατα ανακοινωθείσες αλλαγές στο λειτουργικό πλαίσιο της ΕΚΤ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, προσφέροντας τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης με σταθερό επιτόκιο πλήρους κατανομής με χαμηλότερο περιθώριο 15 μβ μεταξύ του επιτοκίου του MRO και της διευκόλυνσης καταθέσεων από τις 18 Σεπτεμβρίου 2024. Το περιθώριο θα δώσει κίνητρο για υποβολή προσφορών στις εβδομαδιαίες πράξεις, έτσι ώστε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος να είναι πιθανό να εξελιχθούν κοντά στο επιτόκιο της διευκόλυνσης καταθέσεων και, επομένως, να περιορίσουν τα πιθανά περιθώρια αστάθειας στα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος.
Ταυτόχρονα, θα αφήσει περιθώρια για δραστηριότητα στην αγορά χρήματος και θα δώσει κίνητρα στις τράπεζες να αναζητήσουν χρηματοδότηση βάσει της αγοράς. Καθώς προχωρά η μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας, οι τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος προορίζονται να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην κάλυψη των αναγκών ρευστότητας των τραπεζών και η χρήση τους από τις τράπεζες αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ομαλής εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.
Φώτο: @associatedpress