Στο 2,2% τοποθετεί η Τράπεζα της Ελλάδος την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2024, ενώ εκτιμά πως ο πληθωρισμός πρόκειται να διαμορφωθεί στο 3%. Αυτές οι εκτιμήσεις, που περιλαμβάνονται στην έκθεση νομισματικής πολιτικής, σηματοδοτούν ελαφρά προς τα κάτω αναθεώρηση στην ανάπτυξη και προς τα πάνω αναθεώρηση στον πληθωρισμό, βάσει των προηγούμενων εκτιμήσεων της ΤτΕ.
Ειδικότερα, η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,2% είναι οριακά χαμηλότερη από την πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,3% που περιλαμβανόταν στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ για το 2023, ενώ η κυβέρνηση έχει τοποθετήσει τον πήχη για φέτος στο 2,5%. Αντίστοιχα η πρόβλεψη για πληθωρισμό 3% είναι υψηλότερη από την προηγούμενη πρόβλεψη για 2,8%, ενώ η κυβέρνηση στο πρόγραμμα σταθερότητας έχει προβλέψει πως ο πληθωρισμός φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,8%.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024, να επιταχυνθεί σε 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά σε 2,3% το 2026. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, ενώ η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται οριακά αρνητική.
Ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα έτη. Το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής. Μεσοπρόθεσμα ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα συγκλίνει προς το στόχο της ΕΚΤ για 2%, αλλά θα παραμείνει ελαφρώς πάνω από αυτόν. Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να είναι ο πιο επίμονος σε σχέση με τον πληθωρισμό των λοιπών συνιστωσών, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες αυξήσεις στις αμοιβές εργασίας. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να μειωθεί σημαντικά σε 3,3% το 2024, και σε 2,4% το 2025, ως αποτέλεσμα της αποκλιμάκωσης κυρίως του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες: Αυξημένοι εγχώριοι και διεθνείς κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:
(α) τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον,
(β) ο χαμηλότερος του αναμενόμενου ρυθμός απορρόφησης και εκταμίευσης των κονδυλίων του RRF,
(γ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,
(δ) η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και
(ε) η καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, που θα επιβράδυνε τη διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί θετικά σε περίπτωση που τα έσοδα από τον τουρισμό υπερβούν και πάλι τις προσδοκίες.
Οι 10 προτάσεις πολιτικής
Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τις προϋπάρχουσες αλλά και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η κλιματική κρίση και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, είναι απαραίτητο η οικονομική πολιτική να μείνει προσηλωμένη στην υλοποίηση των αλλαγών που θα διασφαλίσουν την επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και την κοινωνική συνοχή.
1ον Η υλοποίηση πολιτικών που διασφαλίζουν τη διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, και ειδικά του πληθωρισμού των ειδών διατροφής και των υπηρεσιών, ο οποίος, παρότι ακολουθεί πλέον καθοδική τροχιά, παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Στο πλαίσιο αυτό, η εγχώρια οικονομική πολιτική θα πρέπει να ασκείται με τρόπο που να υποστηρίζει την κοινή νομισματική πολιτική και να μην οδηγεί σε πληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα, τόσο οι αυξήσεις των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών όσο και οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να είναι συνεπείς με το μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού. Bραχυπρόθεσμα θα πρέπει να ενταθούν οι έλεγχοι των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση του ανταγωνισμού και, όπου χρειάζεται, να επιβληθούν οι κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις. Μεσοπρόθεσμα, απαιτείται η άρση των πάσης φύσεως εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών με κατάλληλες εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.
2ον Η έγκαιρη απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του RRF προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά την περίοδο 2024-2026.
3ον Η εφαρμογή, κατά προτεραιότητα, των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων.
4ον Η επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω μιας φιλικής προς την ανάπτυξη δημοσιονομικής πολιτικής. Προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, είναι απαραίτητη η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, σε κυκλικά διορθωμένους όρους, ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών, μέσω καλύτερης στόχευσης των κοινωνικών δαπανών, ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στη μεσομακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
5ον Η περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Aπαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, μεταξύ άλλων με την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών και την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ εντός και εκτός του τραπεζικού συστήματος. Εξάλλου, η αύξηση του ανταγωνισμού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα με την ενδυνάμωση των μη συστημικών και συνεταιριστικών τραπεζών θα μπορούσε να βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
6ον Η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων στην αγορά εργασίας. Σημαντικό ρόλο στη σύζευξη των αναγκών της αγοράς εργασίας με τις δεξιότητες των εργαζομένων έχει η εκπαίδευση, και ιδιαίτερα η τεχνική εκπαίδευση και η διά βίου μάθηση. Για να καλυφθεί το καίριο κενό εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας, είναι σημαντική η ενσωμάτωση μεταναστών καθώς και η θέσπιση κινήτρων για την αντιστροφή της εκροής προς το εξωτερικό εξειδικευμένων ατόμων(brain drain) και για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ) και των ατόμων της τρίτης ηλικίας και των συνταξιούχων στο εργατικό δυναμικό.
7ον Υλοποίηση πολιτικών που αποσκοπούν στην αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών. Αυτές περιλαμβάνουν: (α) την ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίων, (β) την παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων έτσι ώστε να τονωθεί η αποταμίευση σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, σε συνδυασμό με μέτρα για την προαγωγή του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού, (γ) την ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του πρώτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος (κοινωνική ασφάλιση) και (δ) την ενίσχυση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος (ιδιωτική ασφάλιση).
8ον Η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. H υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα θα ενθαρρύνει την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Τα κεφάλαια αυτά, εφόσον αφορούν ξένες άμεσες επενδύσεις και κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, θα μπορούν όχι μόνο να χρηματοδοτήσουν την απόκλιση εγχώριων αποταμιεύσεων-επενδύσεων, αλλά και να βοηθήσουν στην αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και στη διάχυση νέων τεχνολογιών και μορφών οργάνωσης της παραγωγής, με θετικές μεσομακροπρόθεσμες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία.
9ον Η διασφάλιση της πρόσβασης των πολιτών σε στέγαση με αποδεκτούς όρους. Κρίνεται αναγκαία η λήψη μέτρων για τη διευκόλυνση της απόκτησης κατοικίας και την ενίσχυση της προσφοράς προσιτής κατοικίας, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα με υψηλή πληθυσμιακή συγκέντρωση.
10ον Προώθηση όλων των διαθέσιμων μορφών ιδιωτικής χρηματοδότησης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως των νεοφυών και καινοτόμων, που δεν διαθέτουν επαρκή πάγια στοιχεία ενεργητικού ως εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων και για την υλοποίηση των επενδυτικών τους προγραμμάτων.
Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: Βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών
Παρατηρείται σημαντική βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών από τις διεθνείς αγορές ομολόγων, καθώς και σημαντική άνοδος των τιμών των μετοχών. Σε αυτό έχει συμβάλει η επίδραση των προσδοκιών για περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής εντός του 2024, αλλά και η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία. Επισημαίνεται σχετικά ότι οι εν λόγω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν συμβάλει στην ακόμη μεγαλύτερη αναλογικά μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Ταυτόχρονα, λόγω της βελτίωσης του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των θετικών προοπτικών της, παρατηρείται σημαντικά αυξημένη συμμετοχή των επενδυτών στις νέες εκδόσεις ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που επιφέρει συμπίεση του κόστους δανεισμού.
Παράλληλα, οι προοπτικές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των τραπεζών είναι θετικές, ενώ πραγματοποιήθηκαν ήδη οι πρώτες αναβαθμίσεις συστημικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία. Έτσι, μειώνεται το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές, με σημαντικά οφέλη για τα καθαρά επιτοκιακά τους έσοδα. Οι αποδόσεις των ομολόγων των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων δεν παρουσίασαν σημαντικές μεταβολές το 2023, καθώς τα οφέλη από τις διαδοχικές θετικές εξελίξεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση των ελληνικών κρατικών ομολόγων αντιστάθμισαν σε μεγάλο βαθμό τις ανοδικές πιέσεις που άσκησαν οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων.
Τραπεζικός τομέας: Σταθεροποίηση των επιτοκίων, υποχώρηση των καταθέσεων και ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις
Τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας από το δ΄ τρίμηνο του 2023 σταμάτησαν να αυξάνονται και παρέμειναν κατ’ ουσίαν αμετάβλητα κατά το πρώτο τετράμηνο του 2024. Μετά από συνολική ετήσια αύξηση κατά 5,8 δισ. ευρώ το 2023, τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2024 το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική υποχώρηση κατά 4,2 δισ. ευρώ, η οποία ήταν εντονότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, και διαμορφώθηκε σε 190,7 δισ. ευρώ τον Απρίλιο του 2024.
To μεσοσταθμικό κόστος τραπεζικού δανεισμού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) έχει σταθεροποιηθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα δεκαετίας, με διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών δανείων, καθώς σε κάποιες κατηγορίες δανείων έχουν παρατηρηθεί μειώσεις (π.χ. στα επιχειρηματικά δάνεια ύψους έως 250.000 ευρώ). To μεσοσταθμικό κόστος τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών παρουσίασε άνοδο κατά το 2023, αλλά μετά τις αρχές του τρέχοντος έτους υποχώρησε ελαφρά.
Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τραπεζικών πιστώσεων προς τις ΜΧΕ, παρά την επιβράδυνση που εμφάνισε, διατηρήθηκε αρκετά υψηλός μέχρι το τέλος του 2023 και ενισχύθηκε το πρώτο τετράμηνο του 2024. Οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) αλλά και με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αντιπροσωπεύουν το 20% περίπου των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς ΜΧΕ για το πρώτο τετράμηνο του 2024.
Τραπεζικό σύστημα: Βελτίωση της κερδοφορίας, αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας και άνοδος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023 είχαν θετικές επιδράσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ήδη φέτος πραγματοποιήθηκαν δύο αναβαθμίσεις ελληνικών συστημικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία. Αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις, καθώς οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν μεταβάλει σε θετικές τις προοπτικές των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Στο ευνοϊκό αυτό περιβάλλον, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας το 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 ενίσχυσε τους δείκτες κερδοφορίας, ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, εν μέσω υψηλών βασικών επιτοκίων και ευνοϊκών εγχώριων οικονομικών συνθηκών.
Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, λόγω αύξησης της οργανικής κερδοφορίας, με το σύνολο των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες να ενισχύεται σημαντικά, ενώ η αύξηση των λειτουργικών εξόδων ήταν πιο ήπια και οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο δεν παρουσίασαν ουσιαστικές μεταβολές. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν το Δεκέμβριο του 2023 σε σχέση με το τέλος του 2022 καθώς και το α΄ τρίμηνο του 2024, κυρίως λόγω αύξησης της οργανικής κερδοφορίας και έκδοσης τίτλων που προσμετρούνται στην κεφαλαιακή επάρκεια. Το α΄ τρίμηνο του 2024 η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε, κυρίως εξαιτίας της αναγνώρισης ως μη εξυπηρετούμενων δανείων που είχαν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.