Ποσό της τάξεως των 250 – 300 εκατ. ευρώ έχουν γλιτώσει από τόκους οι δανειολήπτες ενήμερων στεγαστικών δανείων από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ το προηγούμενο διάστημα. Με την ΕΚΤ να συνεδριάζει σήμερα για νέα μείωση των επιτοκίων που προδιαγράφεται ότι θα έχει εφεξής γραμμική συνέχεια, οι τράπεζες θα συνεχίσουν να προστατεύουν την σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια δανειακή σχέση των πελατών τους, όπως είναι το στεγαστικό δάνειο, μέχρι τα επιτόκια της ΕΚΤ να βρεθούν ξανά στα προ διετίας χαμηλά επίπεδα.
Οι ελληνικές τράπεζες σε συνεργασία με την κυβέρνηση στήριξαν έγκαιρα και ουσιαστικά την στεγαστική πίστη απέναντι στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ. Από τον Μάιο του 2023 οι ελληνικές τράπεζες «πάγωσαν» τα επιτόκια αναφοράς (EURIBOR) περίπου στο 2,8% για όλα τα κυμαινόμενα στεγαστικά δάνεια των συνεπών δανειοληπτών μέχρι και τον Μάιο του 2025. Αν αναλογιστεί κανείς το μέσο υπόλοιπο καταθέσεων ενός νοικοκυριού και το μέσο υπόλοιπο ενός στεγαστικού δανείου, αυτό το μέτρο είχε άμεσα τη μεγαλύτερη θετική οικονομική συμβολή στον ισολογισμό των ελληνικών νοικοκυριών σε μια περίοδο, μάλιστα, αυξημένων επιτοκίων και πληθωριστικών τάσεων. Η συμβολή αυτή εκτιμάται μεταξύ 250 και 300 εκατ. ευρώ για τα συνολικά ενήμερα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου ύψους 19 δισ. ευρώ περίπου.
Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έβαλαν ασπίδα στην άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ, «παγώνοντας» τα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών δανείων με ημερομηνία αναφοράς την 31η Μαρτίου 2023. Το «πάγωμα» έγινε, μάλιστα, κατά 20 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν το επιτόκιο βάσης (Euribor μηνός και τριμήνου, SARON – Libor για το ελβετικό φράγκο, επιτόκιο EKΤ κ.λπ.) στις 31/3/2023. Το «πάγωμα» ενεργοποιήθηκε στις 2 Μαΐου 2023 με ισχύ για ένα έτος, ενώ οι τράπεζες αποφάσισαν την παράτασή του για ένα ακόμη έτος, μέχρι τον Μάιο του 2025. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο που θα ισχύσει μέχρι τότε για τον εκτοκισμό των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι: 2,70% Euribor μηνός, 2,85% Euribor τριμήνου, 3,30% επιτόκιο ΕΚΤ, 1,20% SARON (για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο). Δηλαδή, επιτόκια χαμηλότερα από το μειωμένο επιτόκιο της ΕΚΤ, τα οποία θα μειωθούν περαιτέρω όταν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρεθεί χαμηλότερα από αυτά τα επίπεδα.
Επισημαίνεται ότι τα επιτόκια για νέα στεγαστικά δάνεια στην Ελλάδα είναι πλέον πιο ανταγωνιστικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο μέχρι τα πρώτα 5 έτη, όπου το μέσο επιτόκιο διάθεσης έχει διαμορφωθεί στο 3,42% έναντι 3,93% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τα σταθερά επιτόκια προσελκύουν την συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών, καθώς διαφυλάσσουν την μηνιαία δόση από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ. Σημειώνεται δε ότι οι τράπεζες τα έχουν ρίξει σε επίπεδα ακόμη και κάτω του 3% στα στεγαστικά δάνεια που απευθύνονται σε νέους και νέα ζευγάρια ηλικίας έως 40 – 50 ετών.
Πέραν των ιδιωτών, διέξοδοι για χαμηλότερα επιτόκια εν μέσω της ανόδου των επιτοκίων της ΕΚΤ την τελευταία διετία, υπήρξαν και για τις επιχειρήσεις. Παρ΄ όλο που από το 2022 τα επιτόκια αναφοράς (EURIBOR) αυξήθηκαν κατακόρυφα, οι ελληνικές επιχειρήσεις όλων των μεγεθών είχαν πρόσβαση, μέσω την ελληνικών τραπεζών, σε προγράμματα που προσέφεραν πολύ χαμηλότερα επιτόκια χορηγήσεων. Ενδεικτικά, μέσα από τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας που έχει διασφαλίσει η χώρα μας, το 50% της χορήγησης δύναται να δοθεί με σταθερό επιτόκιο 0,35% για τις μικρές επιχειρήσεις και 1% για τις υπόλοιπες, με διάρκεια 36-180 μηνών και ανεξαρτήτως ποσού. Αντίστοιχα, στο πρόγραμμα Business Growth Fund for SMEs της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, το 40% του δανείου προς μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις έχει μηδενικό επιτόκιο και για το υπόλοιπο ποσό δίδονται 300 μ.β. επιτοκιακής στήριξης για τα πρώτα δύο έτη (χορηγήσεις 0,25 εκατ. – 8 εκατ. ευρώ, διάρκεια 24-120 μήνες).
Τα στοιχεία της ΕΚΤ (ECB Data Portal), τέλος, δείχνουν ότι ακόμα και σε ένα μικρό επιχειρηματικό δάνειο εκτός Ευρωπαϊκών/Αναπτυξιακών προγραμμάτων, το επιτόκιο προσφοράς έχει συγκλίνει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.