Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές διαταραχές και να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα. Όπως επισημαίνεται, οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται και από τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Τυχόν χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο.
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, η σταδιακή αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οργανική κερδοφορία των τραπεζών, ιδίως στην περίπτωση που δεν πετύχουν τους στόχους τους για την πιστωτική επέκταση.
Ταυτόχρονα, παραμένει η πρόκληση της οριστικής εκκαθάρισης του αποθέματος των εναπομεινάντων ΜΕΔ και της σύγκλισης του δείκτη ΜΕΔ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς και η ανάγκη για αντιμετώπιση των προκλήσεων που πρόσφατα έχουν αναδυθεί, όπως η κλιματική κρίση και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων. Επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων συνδέεται στενά με τις γεωπολιτικές εντάσεις και συνεπώς η αποτελεσματική αντιμετώπισή του απαιτεί συνεργασία σε διεθνές επίπεδο και περαιτέρω διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων που προκύπτουν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αναφορικά με την μακροοικονομική πορεία της οικονομίας, στην Έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται ότι οι προοπτικές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπεται ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 (από 2,3% το 2023), ενώ για το 2025 αναμένεται να επιταχυνθεί σε 2,5%. Η αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να συμβάλει στην επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ και ανόδου της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Η αύξηση του ύψους των επενδύσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλει και η ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
Η εικόνα του τραπεζικού συστήματος
Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
H κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,4% τον Ιούνιο του 2024 από 15,5% το Δεκέμβριο του 2023 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) παρέμεινε αμετάβλητος στο 18,8%. Οι δείκτες αυτοί εξακολουθούν όμως να υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (δείκτες CET1: 15,8% και TCR: 19,9% τον Ιούνιο του 2024). Επίσης, οι συνθήκες ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμειναν ικανοποιητικές το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων το εν λόγω χρονικό διάστημα επιδεινώθηκε ελαφρώς, εξαιτίας της ενσωμάτωσης συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μετά από εποπτική απαίτηση. Επισημαίνεται ότι ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα (Ιούνιος 2024: 6,9%) εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%).
Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαγράφονται θετικές. Ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες. Η περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά, ενώ μια απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Επιπρόσθετα, η κλιματική αλλαγή και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων αποτελούν σημαντικούς κινδύνους για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συμπερασματικά, η εξασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περαιτέρω θωράκιση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η σημασία της προώθησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων με στόχο την εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο ΕΕ.