Με αιχμή του δόρατος το ιδιαίτερο αναπτυξιακό της μοντέλο που βασίζεται κυρίως στην εσωτερική κατανάλωση, η οποία αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ της (3,55 τρισ. δολαρίων το 2023) λόγω της ισχυρής εγχώριας ζήτησης, η Ινδία έχει καταφέρει να μετατραπεί σε έναν κρίσιμο παίκτη στην παγκόσμια οικονομία και σημαντικό εταίρο της ΕΕ, όπως τονίζεται σε παράρτημα των φθινοπωρινών προβλέψεων της Κομισιόν.
Η συνεισφορά της στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε από 4% το 2000 σε περίπου 7,5% το 2023, ενώ με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ μπορεί να φτάσει το 10% έως το 2030. Παράλληλα, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη στο Νέο Δελχί που στηρίζεται στις υπηρεσίες (55% του ΑΕΠ της) αντισταθμίζει εν μέρει την επιβράδυνση που παρατηρείται στην Κίνα. Γεωργία, κατασκευές και λιανεμπόριο απασχολούν το ήμισυ των εργαζόμενων της πολυπληθέστερης χώρας στον κόσμο (1,44 δισ. κάτοικοι).
Από την ανεξαρτησία της το 1947, η Ινδία έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία οικονομικής ανάτασης, με σημείο καμπής τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του 1991. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν σε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, με αντιμετώπιση της φτώχειας και την παράλληλη ανάδειξη μιας αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ινδίας έχει υπερπενταπλασιαστεί από το 2000, στα 10.233 δολάρια ΗΠΑ το 2023.
Ωστόσο, προκλήσεις όπως οι εισοδηματικές ανισότητες, η χαμηλή παραγωγικότητα σε ορισμένους τομείς και οι ελλείψεις σε υποδομές παραμένουν. Η μάχη με το ευαίσθητο πεδίο της φτώχειας εξακολουθεί να παραμένει φλέγον ζήτημα, καθώς το 2022 περίπου το 12% των Ινδών εξακολουθούσε να ζει με λιγότερα από 2,15 δολάρια ΗΠΑ την ημέρα σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Δομικά χαρακτηριστικά και προκλήσεις
Μέχρι και πριν από 34 έτη, οι ινδικές κυβερνήσεις ακολούθησαν μία σοβιετικού τύπου οργάνωση της οικονομίας και προώθησαν προστατευτικές οικονομικές πολιτικές, με εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και ρυθμίσεις, στο πλαίσιο του dirigism, με τη μορφή του License Raj. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η οξεία κρίση του ισοζυγίου πληρωμών στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οδήγησαν στην υιοθέτηση μιας ευρείας οικονομικής απελευθέρωσης στην Ινδία.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ήταν 6% έως 7%. Η ποικιλόμορφη οικονομία της Ινδίας περιλαμβάνει την παραδοσιακή και σύγχρονη γεωργία, τη χειροτεχνία, ένα ευρύ φάσμα σύγχρονων βιομηχανιών και πλήθος υπηρεσιών. Η μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης της ινδικής οικονομίας παραμένει θετική λόγω του νεαρού πληθυσμού της και του αντίστοιχου χαμηλού ποσοστού εξάρτησης, των υγιών ρυθμών αποταμίευσης και επενδύσεων. Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε το 2017 λόγω των κραδασμών της «απονομισματοποίησης» το 2016 και της εισαγωγής του Φόρου Αγαθών και Υπηρεσιών το 2017.
Επένδυση στις υπηρεσίες και «απαξίωση» γεωργίας, κατασκευών, λιανεμπορίου
Η Ινδία μετατράπηκε γρήγορα από μια κατά κύριο λόγο αγροτική οικονομία σε μια οικονομία με αναπτυξιακό καθοδηγητή τις υπηρεσίες με μια αναδυόμενη μεταποιητική βάση. Ωστόσο, η γεωργία, οι κατασκευές και το λιανεμπόριο, κλάδοι που εργάζονται σχεδόν οι μισοί Ινδοί, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη ανταγωνιστικότητα και αργή σύγκλιση με τα παγκόσμια πρότυπα.
Ο γεωργικός τομέας, ο οποίος εξακολουθεί να απασχολεί σχεδόν το μισό εργατικό δυναμικό της Ινδίας, παραμένει υποπαραγωγικός λόγω ανεπαρκών επενδύσεων, απαρχαιωμένων πρακτικών και μεγάλης εξάρτησης από κρατικές επιδοτήσεις. Όσον αφορά τον βιομηχανικό τομέα, η συμβολή του στο ΑΕΠ μειώνεται σχεδόν αδιάκοπα από 32,3% το 2011 σε 27,6% το 2023.
«Όπλο» (στα σωστά χέρια) ο πληθυσμός - SOS για την κλιματική αλλαγή
Η πληθυσμιακή έκρηξη της Ινδίας (που εκθρόνισε την Κίνα) θα μπορούσε επιφέρει μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ, ο πληθυσμός της Ινδίας θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2050 αγγίζοντας περίπου τα 1,7 δισ. με αποτέλεσμα, εάν υπάρξει σωστή αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού να βελτιωθεί τόσο η παραγωγικότητας και να αυξηθεί έτι περαιτέρω η εγχώρια κατανάλωση.
Ωστόσο, οι αναπτυξιακές της δυνατότητες απειλούνται από το γεγονός πως περίπου το 90% του εργατικού δυναμικού της αμείβεται με χαμηλούς μισθούς, βρίσκει επισφαλείς θέσεις εργασίας που στερούνται νομικής προστασίας και παροχών, ενώ και η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή του πλούτου παραμένει εξαιρετικά χαμηλή.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως η Ινδία θα χρειαστεί να δημιουργήσει μεταξύ 145 και 330 εκατ. επιπλέον θέσεις εργασίας έως το 2050 για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αυξανόμενου πληθυσμού της ενώ η χαμηλή συνολική παραγωγικότητα, ο ταλαιπωρημένος μεταποιητικός τομέας, οι μεγάλες ανισότητες στην αγορά εργασίας και οι δυσμενέστερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα αποτελέσουν σημαντικά «αγκάθια» εάν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα.
Μάλιστα, οι ετήσιες απώλειες για το ινδικό ΑΕΠ λόγω ακραίων θερμοκρασιών θα μπορούσαν να φτάσουν το 2,5-4,5% έως το 2030. Ως μία από τις πιο ευάλωτες χώρες στην κλιματική αλλαγή και η τρίτη μεγαλύτερη σε εκπομπές CO2, η Ινδία έχει δεσμευτεί να αντιστρέψει την εικόνα, Ωστόσο, θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις για τη βελτίωση της ανθεκτικότητά της.
Η κούρσα της οικονομίας
Η Ινδία βγήκε από την πανδημική κρίση ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της G20, ωστόσο στο πρώτο κύμα της COVID-19 η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 6,6%, με την αγορά εργασίας να βιώνει σοβαρές διαταραχές καθώς το ποσοστό ανεργίας εκτοξεύτηκε, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές ενώ παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αύξηση στα επίπεδα φτώχειας. Ωστόσο, η οικονομία ανέκαμψε γρήγορα, σημειώνοντας με αναπτυξιακό ράλι 7,9% από το 2021. Ο βασικός μοχλός της ανάκαμψης μετά την πανδημία ήταν η αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, η οποία ανέβασε ταχύτητα κατά 7,8% ετησίως από το 2021, ενώ και οι επενδύσεις έτρεξαν με +12% ετησίως.
Ο πληθωρισμός τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο, χάρη στη συνετή νομισματική πολιτική, με έγκαιρη και επιθετική αύξηση των επιτοκίων από την Αποθεματική Τράπεζα της Ινδίας (RBI), που προστάτεψε και τη δύναμη του εθνικού νομίσματος, της ρουπίας, ενώ πλέον εξετάζει και χαλάρωση της σύσφιξης. Αν και υπήρξε μία δημοσιονομική επιδείνωση, οι προσπάθειες εξυγίανσης συνεχίζονται: Το δημόσιο χρέος αν και εκτινάχθηκε στο 89,3% επί του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2021, πλέον υποχώρησε στο 83%. Ωστόσο, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν παρόντες δεδομένης της ευαισθησίας της Ινδίας σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Οι ινδικές τράπεζες έχουν ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, υποστηρίζοντας την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία και τις αυξανόμενες επενδυτικές ανάγκες. Οι τράπεζες βελτίωσαν σημαντικά τους ισολογισμούς τους, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) από περίπου 11% το 2018 σε κάτω από 4% το 2023.
Εξαγωγές, ΑΞΕ και εμπόριο
Η ινδική κυβέρνηση εφαρμόζει μια σειρά μεταρρυθμίσεων για να ξεκλειδώσει τις δυνατότητες της οικονομίας με μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες να είναι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας. Οι επενδύσεις σε υποδομές αποτελούν βασικό στοιχείο της αναπτυξιακής στρατηγικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον διπλασιασμό του αριθμού των αεροδρομίων της τα τελευταία 10 χρόνια.
Όμως, εξακολουθούν να υφίστανται και κρίσιμα κενά, ιδίως στις μεταφορές, την ενέργεια και τα logistics, που περιορίζουν την πρόσβαση στις αγορές και περιορίζουν την ανάπτυξη. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι επιπροσθέτως ζωτικής σημασίας για την αύξηση της παραγωγικότητας του ιδιωτικού τομέα, τη βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά και την ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας της Ινδίας.
Η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι επεξεργάζεται ακολούθως και την προώθηση των εξαγωγών με την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Ενδεικτικά, ΕΕ και Ινδία μοιράζονται μια ισχυρή και αναπτυσσόμενη οικονομική σχέση. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ινδίας, αντιπροσωπεύοντας το 12,2% του συνολικού ινδικού εμπορίου (αξίας 124 δισ. ευρώ). Άλλοι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι της Ινδίας είναι οι ΗΠΑ (10,8% του συνολικού εμπορίου) και η Κίνα (10,5%). Ωστόσο, η Ινδία αντιπροσωπεύει μόνο το 2% του εξωτερικού εμπορίου της ΕΕ και κατατάσσεται ως ο 9ος σημαντικότερος εμπορικός της εταίρος. Το εμπόριο αγαθών μεταξύ της ΕΕ και της Ινδίας έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 90% την τελευταία δεκαετία, ενώ στις υπηρεσίες έφθασε τα 50,8 δισ. ευρώ το 2023, από 30,4 δισ. ευρώ το 2020.