Ανταπόκριση από Βρυξέλλες
Την επόμενη διετία η ελληνική οικονομία θα είναι ανθεκτική με ώθηση από την εσωτερική ζήτηση, που θα στηριχθεί από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τη μείωση των επιτοκίων και την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης και την εξωτερική ζήτηση που δημιουργεί η εσωτερική «δυναμική» που αναπτύσσεται, εκτιμούν στις Βρυξέλλες. Ανάλογα καλή εικόνα υπάρχει και στο δημοσιονομικό πεδίο με εκτίμηση για πλεόνασμα, ακόμη και στο συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα (με τόκους) το οποίο αναμένεται στο 0,2% του ΑΕΠ το 2026 λόγω της ανάπτυξης, της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης αλλά και των μειωμένων δαπανών για τόκους χάρη στις κινήσεις που γίνονται από τον ΟΔΔΗΧ (με επόμενο βήμα σήμερα την πρόωρη αποπληρωμή του ακριβού διακρατικού δανείου- GLF).
Γενικότερα το μήνυμα που εκπέμπεται από τις Βρυξέλλες είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει ανέβει πίστα. Kάτι που φαίνεται και σε άλλα μεγέθη, όπως στην πορεία των ελληνικών ομολόγων. Γενικά σε μια Ευρώπη που «βράζει», η Ελλάδα παραμένει στη γωνία του «κάδρου».
Ωστόσο, ακριβώς επειδή υπάρχουν κίνδυνοι, ηχούν και «καμπανάκια» για την προσοχή που πρέπει να δοθεί στα μέτωπα που αποτελούν «κληρονομιά» από το παρελθόν ή που ανοίγουν εκ νέου. Το βασικό σήμα κινδύνου αφορά στον πληθωρισμό που εκτιμάται πως θα αποκλιμακώνεται πιο αργά από ό,τι στην ΕΕ προκαλώντας πιέσεις και στο διαθέσιμο εισόδημα αλλά και στους μισθούς και άρα στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές. Στα «βαρίδια» είναι, σύμφωνα με πηγές των Βρυξελλών, και το άνοιγμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας, το επενδυτικό κενό, οι χαμηλοί δείκτες πραγματικής σύγκλισης σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ και απασχόλησης αλλά και το χρέος που μειώνεται μεν εντυπωσιακά αλλά και πάλι παραμένει πολύ υψηλό.
Οι κίνδυνοι
Η ανάγκη για εγρήγορση συνδέεται από κύκλους των Βρυξελλών με τους γεωπολιτικούς κινδύνους οι οποίοι εκτιμάται πως θα είναι έντονοι το επόμενο διάστημα. Έχουν επίκεντρο, όχι μόνο τη Ρωσία, αλλά και τη Μέση Ανατολή και μπορούν να προκαλέσουν επιπλέον πιέσεις στις ενεργειακές τιμές και να οδηγήσουν σε ένα σενάριο χαμηλότερης, από την αναμενόμενη, ανάκαμψης της ευρωζώνης, κάτι που μπορεί να προκαλέσει επιπλέον πιέσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας, αλλά και στον πληθωρισμό και στην ανάπτυξη. Στο επίκεντρο το επόμενο διάστημα τοποθετούν το ελληνικό Ταμείο Ανάκαμψης, ως προς την πλήρη αλλά και αποδοτική υλοποίηση του.
Στους κινδύνους, προστίθεται και η κλιματική κρίση: από τις αυξημένες θερμοκρασίες, έως τις δασικές πυρκαγιές και τις πλημμύρες. Εκτιμούν ότι έχει σημαντική επίπτωση όχι μόνο για το περιβάλλον αλλά και κοινωνικά και οικονομικά (επηρεάζοντας και τον τουρισμό και την αγροτική παραγωγή). Επικαλούνται μάλιστα τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για κόστος 2,2 δισ. ετησίως έως τα τέλη του αιώνα, ή ίσο με το 1% του ΑΕΠ σε τρέχουσα αξία. Στο τραπέζι μπαίνει και η γήρανση του πληθυσμού που επίσης συνιστά πρόβλημα για την Ελλάδα (που έχει την 3η ισχυρότερη εξάρτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το 23% του πληθυσμού να είναι άνω των 65 ετών) με επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό και στη δαπάνη συντάξεων, υγείας και κοινωνικής περίθαλψης.
Game Changer το Ταμείο Ανάκαμψης
Θεωρείται στις Βρυξέλλες σημαντική ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης καθώς μπορεί να γίνει «game changer» με τα κονδύλια που προσφέρει στην Ελλαδα, ενώ η πρόκληση είναι να αξιοποιηθεί πλήρως, ειδικά στο σκέλος των επιδοτήσεων. Οι ίδιοι κύκλοι θυμίζουν την ανεξάρτητη αξιολόγηση που έγινε κατά την έναρξη του Ταμείου Ανάκαμψης το 2021: δείχνει ότι η επίπτωση στο ΑΕΠ από το υπέρογκο πακέτο των 36 δισ. ευρώ μπορεί να είναι από 3,3% έως 4,4% ανάλογα με το πόσο αποδοτικά θα διανεμηθούν τα χρήματα (με επιπλέον ώθηση από τις μεταρρυθμίσεις που τότε δεν προσμετρούνταν στο λογαριασμό).
Δίνεται έμφαση σε όλα αυτά διότι, η επόμενη μέρα, δηλαδή η «ζωή μετά το Ταμείο Ανάκαμψης», θα είναι διαφορετική. Αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατή -παρά τα αιτήματα που έχουν γίνει και από την ελληνική πλευρά- καμία πρόθεση για νέο Ταμείο Ανάκαμψης. Και πιο συγκεκριμένα καμία παράταση στη διανομή επιδοτήσεων μετά το 2026. Τούτο σημαίνει, επισημαίνουν, ότι το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχει προφανώς επιπτώσεις για την οικονομική δραστηριότητα. Αλλά, αν χρησιμοποιηθούν σωστά τα λεφτά, τότε το όφελος τους θα έχει θετικό μακροπρόθεσμο αποτύπωμα στις αναπτυξιακές προοπτικές. Ειδικά αν ολοκληρωθούν και οι μεταρρυθμίσεις με τις οποίες συνδέεται το πακέτο, με ειδική έμφαση να δίδεται στις παρεμβάσεις στο πεδίο της δικαιοσύνης, στο κτηματολόγιο και στις διαγωνιστικές διαδικασίες του Δημοσίου.
Καμπανάκι για πληθωρισμό
Το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να είναι η μεγάλη πρόκληση, αλλά υπάρχουν και τα ανοιχτά μέτωπα από το παρελθόν. Στο επίκεντρο είναι ακόμα και τα δημοσιονομικά: το χρέος, το οποίο παρότι αναμένεται να συνεχίσει την εντυπωσιακή αποκλιμάκωση του, παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη, απαιτώντας οικονομική ανάπτυξη για να διατηρηθεί η βιώσιμη μείωσή του στο μέλλον χωρίς να προκαλούνται δημοσιονομικές πιέσεις.
Το πιο μεγάλο μέτωπο στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος συνεχίζει μεν να αποκλιμακώνεται, αλλά εκτιμάται πως θα συνεχίσει να διατηρεί ένα ποσοστό μεταβολής υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ το επόμενο διάστημα. Αυτή η ακαμψία στη μείωση τιμών εκτιμάται στις Βρυξέλλες ότι συνδέεται με τις τιμές των υπηρεσιών και με 2 τοπικά ζητήματα, με 2 κρίσεις που έχουν επηρεάσει την Ελλάδα: τις τιμές ρεύματος αλλά και την επίπτωση των πλημμυρών του 2023. Συνδέεται όμως και με την αγορά εργασίας, καθώς η αύξηση των μισθών έχει και αυτή την επίπτωση της (και αλληλοτροφοδοτείται με τον πληθωρισμό όσο αυτός δεν κάμπτεται).
Άνοιγμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, πίεση από το Ταμείο Ανάκαμψης στις εισαγωγές
Ένα άλλο μέτωπο είναι αυτό του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το οποίο περιορίζεται μεν, αλλά πάρα πολύ αργά. Οι εξαγωγές αυξάνονται καθώς η ανταγωνιστικότητα στην εγχώρια αγορά βελτιώνεται συνεχώς και η παγκόσμια ζήτηση αυξάνεται. Ωστόσο, οι επενδύσεις που γίνονται κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης αυξάνουν πάρα πολύ τις εισαγωγές (πχ εξοπλισμού) και αυτό θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Το θετικό στοιχείο είναι ότι αναμένεται να συνεχιστεί η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κόστους της ελληνικής οικονομίας (κυρίως βέβαια, λόγω των μισθολογικών διαφορών με την Ευρώπη). Το αρνητικό στοιχείο είναι ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει όλα τα προηγούμενα χρόνια, το παραγωγικό μοντέλο είναι τέτοιο που διατηρεί την πολύ μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές και μια μη επαρκή διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης της χώρας. Το μοντέλο των εξαγωγών συνεχίζει και βασίζεται κατά 37% περίπου στον τουρισμό, κατά 10% στις μεταφορές και κατά 24% στα καύσιμα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι πως τα λεφτά από τα κοινοτικά κονδύλια καταλήγουν τελικά εκτός συνόρων. Πιο παλιά ο βασικός αποδέκτης (ως εξαγωγέας εξοπλισμού), ήταν η Γερμανία. Τώρα η κατάταξη έχει αλλάξει με πρώτη τη Κίνα, με τη Γερμανία να έπεται και τρίτη τις ΗΠΑ.
Φρένο σε μείωση ανεργίας και άνοδο απασχόλησης
Η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται και η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται στον ορατό ορίζοντα, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό, λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων που υπάρχουν στην αγορά εργασίας. Και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτά τα πεδία, αναφέρουν στις Βρυξέλλες. Τα βασικότερα ζητήματα είναι οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, η έλλειψη στήριξης για παιδιά και ηλικιωμένους ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας αλλά και η χαμηλή ευελιξία για μερική απασχόληση. Παρ όλα αυτά, το ποσοστό ανεργίας στο 9% είναι ένα επίτευγμα, λένε, καθώς είναι το χαμηλότερο της τελευταίας δεκαετίας. Από την άλλη πλευρά, συνεχίζουν, δεν μπορεί να είναι κανείς ικανοποιημένος σε ευρωπαϊκό επίπεδο με ποσοστό ανεργίας στο 9%.
Αυξάνονται οι πραγματικοί μισθοί
Εκτιμάται πως από φέτος αλλάζει η τάση με αύξηση στους πραγματικούς μισθούς κατά 1,1% ετησίως, στηριζόμενη στις αυξήσεις κατώτατου μισθού που έγιναν ή δρομολογούνται, αλλά και στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και στις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας (μεγαλύτερο κενό θέσεων εργασίας).
Η άνοδος των πραγματικών μισθών θεωρείται πάρα πολύ σημαντική στις Βρυξέλλες. Αλλά, η χώρα λόγω του μνημονιακού παρελθόντος αλλά και διαρθρωτικών προβλημάτων παραμένει πάρα πολύ χαμηλά σε σχέση με την ΕΕ σε όρους αγοραστικής δύναμης: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία. Η βελτίωση συνδέεται με την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών, με περισσότερες επενδύσεις, με παρεμβάσεις για να υπάρχει αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και με βελτίωση της παραγωγικότητας, αλλά και με διατήρηση της καλής σήμερα ανταγωνιστικότητας κόστους.
Ανάλογα άλματα πρέπει να γίνουν για την τρίτη χαμηλότερη επίδοση της Ελλάδας στο πεδίο της απασχόλησης, αλλά και για το επενδυτικό κενό που -παρά τις προσπάθειες που γίνονται συνεχίζει να υπάρχει. Καταγράγεται συνεχής μείωση του επενδυτικού κενού από το 2019 και μετά αλλά διατηρείται κυρίως λόγω των προβλημάτων στο επιχειρηματικό περιβάλλον, της χαμηλής δυναμικής στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και της δύσκολης πρόσβασης σε χρηματοδότηση (και των νοικοκυριών).
Θεωρείται λοιπόν πάρα πολύ σημαντικό το επόμενο διάστημα όχι μόνο να αξιοποιηθούν πλήρως τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και να δοθεί πάρα πολύ μεγάλη έμφαση σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, θα αυξήσουν ανταγωνισμό και θα ενισχύουν πεδίο της ανταγωνιστικότητας. Δίδεται έμφαση από τις Βρυξέλλες σε κλάδους που δεν έχουν επαρκή ανταγωνισμό αλλά και στο πεδίο της δικαιοσύνης της δημόσιας διοίκησης και των διαγωνιστικών διαδικασιών του δημοσίου.