Η ισχυρή επίδοση του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2021 σηματοδότησε την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο προ της πανδημίας νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ήδη, το ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου του 2021 είναι υψηλότερο κατά 0,7% σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019. Το μέγεθος της ετήσιας ανάκαμψης (+16,2% σε ετήσια βάση έναντι +14,3% μέσου όρου της Ευρωζώνης) οφείλεται σε ένα βαθμό στη χαμηλή βάση σύγκρισης λόγω της μεγάλης ύφεσης του αντίστοιχου περυσινού τριμήνου αλλά επίσης αντανακλά την ώθηση από τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης (το μεγαλύτερο πακέτο στην Ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ αν εξαιρεθούν οι εγγυήσεις) και τη βελτίωση της οικονομικής εμπιστοσύνης. Δεδομένων των καλύτερων του αναμενομένου επιδόσεων του τουρισμού τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ο ρυθμός μεγέθυνσης για ολόκληρο το 2021 φαίνεται πως θα ξεπεράσει τις αρχικές προσδοκίες.
Σε όρους συνιστωσών του ΑΕΠ, μεγάλο μέρος της ανάκαμψης προέρχεται, όπως και το πρώτο τρίμηνο, από τη συσσώρευση αποθεμάτων (+2,9 δισ. ευρώ σε εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για την πολύ μεγάλη αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου (+37,1% σε ετήσια βάση) ενώ οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν πολύ ηπιότερα. Παρότι η συσσώρευση αποθεμάτων αποκαλύπτει προσδοκίες αυξημένης ζήτησης, ενέχει και τον κίνδυνο αναδίπλωσης του μεγέθους αυτού όταν η κατάσταση ομαλοποιηθεί. Αυτό το ενδεχόμενο ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε σε τριμηνιαίο επίπεδο (-0,4%), παρά την άρση του lockdown. Επίσης πρέπει να επισημανθεί η αρνητική συνεισφορά του εξωτερικού τομέα στην ανάκαμψη λόγω του ότι οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται ταχύτερα από τις εξαγωγές.
Για τους επόμενους μήνες υπάρχουν και δύο όχι ασήμαντοι κίνδυνοι: το ενδεχόμενο εκ νέου επιβολής περιοριστικών μέτρων (στοχευμένων και τοπικών ίσως αλλά πάντως συσταλτικών) λόγω του αυξημένου αριθμού κρουσμάτων της πανδημίας και οι πληθωριστικές πιέσεις. Το δεύτερο είναι ένα διεθνές φαινόμενο και συναρτάται με την χαλαρή νομισματική πολιτική. Στην Ελλάδα δεν καταγράφεται ακόμα με ένταση στα επίσημα στοιχεία λόγω της σχετικά μικρότερης συμμετοχής των σχετικών βιομηχανιών στο ΑΕΠ. Θα προκύψει όμως τους επόμενους μήνες μέσω των πιέσεων στις τιμές εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών, καθώς και στα μεταφορικά κόστη, απειλώντας να μετακυληθεί στους –σημαντικούς για την ελληνική οικονομία- τομείς των υπηρεσιών και να πλήξει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων. Παρότι το βασικό σενάριο είναι ότι οι πιέσεις αυτές θα είναι μεταβατικές και θα εξομαλυνθούν όσο αποκαθίστανται οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι αναποτελεσματικότητες που χαρακτηρίζουν τις ελληνικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών ενέχουν τον κίνδυνο οι αυξήσεις τιμών να αποδειχτούν πιο εμμένουσες.
Από μία πιο μακροπρόθεσμη οπτική γωνία όμως, το ερώτημα της κυκλικής ανάκαμψης είναι διαφορετικό από το ερώτημα της ανάπτυξης. Η ταχύτητα της ανάκτησης του παραγωγικού κενού που δημιούργησε η πανδημία, δηλαδή της τεχνητής μείωσης του προϊόντος της οικονομίας μέσω της λήψης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για υγειονομικούς λόγους, είναι συνάρτηση της άρσης αυτών των μέτρων, της αισιοδοξίας που αυτό δημιουργεί πρόσκαιρα αλλά και του μεγέθους των δανειακών πόρων που δαπανήθηκαν από το κράτος για να στηρίξουν εισοδήματα και παραγωγικές δομές. Όταν όμως αυτό το κενό κλείσει –και είμαστε ήδη πολύ κοντά σε αυτό- η οικονομία θα αναπτύσσεται μακροχρόνια ανάλογα με το κεφάλαιο που συσσωρεύει, την ποσότητα και τις εξειδικεύσεις του εργατικού της δυναμικού και την παραγωγικότητά της, δηλαδή την ικανότητα να συνδυάζει αυτούς τους πόρους αποτελεσματικά ενσωματώνοντας γνώσεις και τεχνολογία στην παραγωγή. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με εισοδηματικές ενέσεις και διόγκωση του δημόσιου δανεισμού –ιδίως σε μία χώρα με τόσο υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο με βελτίωση των διαρθρωτικών συνθηκών που θα καταστήσουν την Ελλάδα πιο ελκυστικό τόπο διεξαγωγής επενδύσεων και, κατόπιν, εξαγωγών. Τα κεφάλαια του NGEU μπορούν να προσφέρουν μία αποφασιστική βοήθεια σε αυτό, εφόσον απορροφηθούν εγκαίρως και διατεθούν σε παραγωγικές χρήσεις, αλλά και αυτά δεν αρκούν από μόνα τους, επιβάλλεται η αποφασιστική αύξηση και των ιδιωτικών επενδύσεων. Το σημαντικότερο εργαλείο που διαθέτουμε για να το πετύχουμε αυτό είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ρευστότητα χωρίς μεταρρυθμίσεις μικρό όφελος θα είχε στις μακροχρόνιες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Καθώς τα μέτρα στήριξης αποσύρονται σταδιακά, ο χάρτης της παγκόσμιας οικονομίας αναδιαμορφώνεται από τις νέες συνθήκες: νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας, νέες εργασιακές σχέσεις, νέες πράσινες τεχνολογίες και βιομηχανίες. Σε αυτό το ταχέως μεταβαλλόμενο τοπίο, χώρες σαν την Ελλάδα έχουν μία μοναδική ευκαιρία να μπουν στο ραντάρ της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας αιφνιδιάζοντας θετικά με την προθυμία τους να εκμεταλλευτούν τις νέες ευκαιρίες που αναδύονται εκσυγχρονίζοντας τους θεσμούς και την παραγωγική τους δομή. Ο κόσμος δεν θα περιμένει εμάς να το πάρουμε απόφαση να αναμετρηθούμε με τις παθογένειές μας, θα προχωρήσει εμπρός. Ας μην χάσουμε κι αυτή την επανάσταση.