Στην Ευρώπη, ο τραπεζικός κλάδος, με ιδιαίτερο βάρος στις χώρες της Ευρωζώνης έχει βιώσει μια ταραχώδη δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Από τα κλαδικά συγκριτικά δεδομένα της Eurostat, αναδεικνύεται ότι ενώ το ποσοστό όλων των θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών έχει αυξηθεί μεταξύ 2008-2021, ο τραπεζικός κλάδος ήταν ο μόνος από τους βασικούς τομείς των υπηρεσιών, στον οποίο η απασχόληση μειώθηκε.
Ένας συνδυασμός πολύπλευρων παραγόντων, αναδιαρθρώσεων, νέων κι αυστηρότερων ρυθμιστικών κανόνων από την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης καθώς και τεχνολογικών αλλαγών, έχουν μειώσει και μεταμορφώσει την απασχόληση και συνολικά τον κλάδο.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι χωρίς αμφιβολία από τους μόνους -προς το παρόν- κλάδους της οικονομίας που βιώνει επιθετικά τις επιδράσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας, με αποτέλεσμα να δέχεται ριζοσπαστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας του και κύρια ως προς το μέγεθος της απασχόλησης στον κλάδο και την παρουσία των σημείων εξυπηρέτησης.
Τα αποτελέσματα των αποχωρήσεων των εργαζομένων στις τράπεζες εμφανίζουν σε όλη την Ευρώπη σημαντικές μεταβολές στη συνολική διάρθρωση της απασχόλησης: ως προς την ηλικιακή κατανομή, το μορφωτικό επίπεδο, τα επαγγελματικά προσόντα και το προφίλ των υπαλλήλων που παραμένουν, εμπέδωση της τηλεργασίας, και τέλος αλλαγές ακόμα και στον τόπο παροχής της εργασίας με επίκεντρο τις αστικές περιοχές έναντι των αγροτικών και ημιαστικών περιοχών.
Η αποϋλοποίηση του χρήματος ή των συναλλαγών κι οι ψηφιακές επενδύσεις των τραπεζών, οδηγούν σε εκτεταμένα κλεισίματα τραπεζικών καταστημάτων και αποχωρήσεις των εργαζομένων στον κλάδο σε όλη την Ευρώπη.
Όμως, σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε τον περασμένο Ιούνιο η ΟΤΟΕ, οι ψηφιακές επιδράσεις εμφανίζουν αναντίστοιχη αυξημένη παρουσία στη χώρα μας με ευθύνη και αποφάσεις των Διοικήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η Ελλάδα εμφανίζεται στην τελευταία θέση στην Ευρωζώνη και 25η στο σύνολο των 27 χωρών στην Ε.Ε., στο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, έχοντας, πέραν των άλλων δεδομένων, το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο και τη χαμηλότερη κατάταξη στη χρήση της ηλεκτρονικής τραπεζικής.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά και με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία τρία χρόνια, οι Διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, εμμένουν να σχεδιάζουν περαιτέρω πολιτικές συρρίκνωσης προσκολλημένες στο άρμα της μείωσης του λειτουργικού κόστους, αξιοποιώντας τη ψηφιακή μετάβαση, ως πρόσχημα-ευκαιρία για τη περαιτέρω μείωση των εργαζόμενων και των καταστημάτων στον κλάδο αλλά και ως πόρους επένδυσης που θα χρηματοδοτήσουν τις ψηφιακές πολιτικές τους.
Παράλληλα καμία μέριμνα ή απόφαση, δεν υπάρχει από τις τράπεζες για τον πληθυσμό που δεν έχει εξοικείωση ή ακόμα και πρόσβαση στις ψηφιακές πλατφόρμες συναλλαγών ή στο διαδίκτυο, ώστε να μπορεί ο πληθυσμός να ανταποκριθεί στο ελάχιστο έστω σημείο, στην εύκολη, οικονομική και ασφαλή εκτέλεση των καθημερινών τους οικονομικών συναλλαγών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των πολιτικών αξιοποίησης της ψηφιακής μετάβασης ως όχημα για τη de facto μείωση της απασχόλησης, είναι το νέο επιχειρηματικό σχέδιο της Τράπεζας Πειραιώς, που σχεδιάζει να απομειώσει, το 31% του προσωπικού της Τράπεζας, μετά από μια προηγούμενη μείωση κατά 27% την περίοδο 2018-2021.
Με την πλήρη εφαρμογή του business plan, η Τράπεζα Πειραιώς θα απομείνει με το 60% του προσωπικού και των καταστημάτων της που διέθετε στις 31/12/2019, με ό,τι αυτό αρνητικό συνεπάγεται για την εξυπηρέτηση και την πρόσβαση της πελατείας στις χ/π υπηρεσίες αλλά και για την περαιτέρω εντατικοποίηση των εργαζόμενων στην Τράπεζα.
Αγνοείται επιδεικτικά από τις Διοικήσεις, ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός που επισυμβαίνει στις τράπεζες όσο και ευρύτερα ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, είναι μια πολύχρονη τεχνική διαδικασία που απαιτεί να φανούν ποιες θα είναι οι πραγματικές επιδράσεις της, στη διάρθρωση της απασχόλησης και την κοινωνία ευρύτερα, ως προς την κατεύθυνση της στη ψηφιακή εποχή.
Πολύπλευρο κι επίκαιρο θέμα που απαιτεί, πέραν του απαραίτητου κι εξαντλητικού θεσμικού κοινωνικού διαλόγου και συμφωνιών μεταξύ συνδικάτων κι επιχειρήσεων του κλάδου, ουσιαστικές και θεσμικές παρεμβάσεις σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο από την πλευρά της Πολιτείας, καθώς ο τεχνολογικός μετασχηματισμός θα επηρεάσει λιγότερο ή περισσότερο, το σύνολο των οικονομικών κλάδων και άρα όλων των εργαζομένων.
Ειδικότερα για τις τράπεζες, οι νέοι ψηφιακοί αυτοματισμοί και οι προκλήσεις που αναδύονται από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση με τις τεχνολογικές δυνατότητες που προσφέρουν, δε μπορούν εκ των πραγμάτων να λειτουργούν αυτόνομα, ούτε να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη εργασία.
Δημιουργήθηκαν, ώστε να υποστηρίζουν τις γραφειοκρατικές, επαναλαμβανόμενες και χαμηλού επιπέδου διαδικασίες και παράλληλα να υποβοηθούν και να συνεργάζονται με την ανθρώπινη εργασία, ώστε η συνεργασία αυτή να οδηγήσει στην επωφελή και μέγιστη αξιοποίηση των τεχνολογιών, στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη-βιωσιμότητα, κι όχι να προκαλείται εκ των προτέρων μάλιστα, η τεχνολογική απαξίωση των εργαζόμενων, «ψηφιακή ανεργία», ή να οδηγούνται οι εργαζόμενοι στον αποκλεισμό και στην πρόωρη αποχώρηση από την αγορά εργασίας και μάλιστα στην πιο παραγωγική τους ηλικία.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, μια συνολική και συνεκτική πολιτική από τις επιχειρήσεις του κλάδου, που θα περιλαμβάνει:
- την εφαρμογή εξειδικευμένων πολιτικών εκπαίδευσης, δια βίου μάθησης κι αναβάθμισης των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζόμενων,
- ειδικούς συμβούλους για πελάτες χωρίς εξοικείωση στις νέες τεχνολογίες και προσωπική γραμμή επικοινωνίας κι εξυπηρέτησης για τους ηλικιωμένους πολίτες, πρόσωπο με πρόσωπο,
- διατήρηση του δικτύου καταστημάτων κι επέκταση των τραπεζικών υπηρεσιών από κινητά υποκαταστήματα για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής ένταξης.
Το πλέγμα των παραπάνω δράσεων, δίνουν ρεαλιστική απάντηση και προοπτικές στη συντελούμενη μετάβαση, ενώ εμπεδώνουν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε ο μετασχηματισμός του τραπεζικού τομέα, να αναδείξει αναβαθμισμένες θέσεις εργασίας και συνάμα να βελτιώσει τις ήδη διαρρηγμένες σχέσεις με τους πελάτες, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη κι η αναγκαία απόδοση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας από τις τεχνολογικές εξελίξεις.