Στην Ευρώπη, με την πράσινη στροφή, μειώνεται η παραγωγική δυναμικότητα τροφίμων. Στην Αφρική μπορεί αυτή να αυξηθεί για να αντισταθμιστεί το έλλειμμα;
Σε άρθρο των Financial Times (FT) διαβάζουμε «Η OCP, μια κρατική μαροκινή εταιρεία, σκάβει 44 εκατομμύρια τόνους φωσφορικών πετρωμάτων από 4 ορυχεία για επεξεργασία αυτών σε λίπασμα. Μέχρι το 2027, αυτό θα φτάσει τους 70 εκατ. τόνους. Tο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αποστέλλεται επί του παρόντος εκτός της ηπείρου, ωστόσο σύντομα θα είναι η Αφρική που η εταιρεία θα στοχεύσει στο άμεσο μέλλον».
Η ίδια εταιρεία επενδύει στην ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα της Αφρικής, επενδύσεις που ελπίζει ότι θα οδηγήσουν σε μεγάλη αύξηση της ζήτησης λιπασμάτων. Πρόκειται για ένα τεράστιο στοίχημα, δεδομένου ότι η Αφρική έπρεπε να εισαγάγει τρόφιμα ύψους 43 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2019, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας ενώ σύμφωνα με προβλέψεις ο αριθμός αυτός πρόκειται να αυξηθεί στα 110 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2025.
Η γεωργία στην Αφρική μέχρι και σήμερα είναι αναποτελεσματική. Σύμφωνα με τους FT, oι μέσες αποδόσεις των σιτηρών είναι οι μισές από αυτές της Ινδίας και το ένα πέμπτο των αμερικανικών. Η πολιτική ανασφάλεια, οι κακές υποδομές και οι συγκρούσεις τρομάζουν τους επενδυτές και οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ιδιαίτερα έντονες.
Ο ΟΗΕ προβλέπει ότι ένας παγκόσμιος πληθυσμός 10 δισεκατομμυρίων ανθρώπων μέχρι το 2050 θα απαιτεί 60% περισσότερες θερμίδες. «Η Αφρική μπορεί να είναι καθαρός εξαγωγέας τροφίμων», λέει ο Μπιλ Γκέιτς στους Financial Times. «Ακόμη και ενόψει της κλιματικής αλλαγής».
Είναι γεγονός πως από τη δεκαετία του 1960, νέες ποικιλίες σπόρων και βελτιωμένη πρόσβαση σε λιπάσματα συνέβαλαν στη μετατροπή της γεωργικής παραγωγής σε πολλά μέρη του κόσμου. Για παράδειγμα στην Ασία οι αποδόσεις ρυζιού διπλασιάστηκαν μεταξύ 1965 και 1995 και αυξήσει αντίστοιχες ή και μεγαλύτερες παρατηρήθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη. Στην Αφρική ωστόσο, στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, οι μεταβολές είναι ελάχιστες.
Το ενδιαφέρον για επενδύσεις που σχετίζονται με την αύξηση της παραγωγικότητας στην Αφρική φαίνεται πως είναι πολύ μεγάλο. Εκεί χρησιμοποιείται 24 κιλά λιπασμάτων ανά εκτάριο γης κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τον FAO, το οποίο είναι το ένα πέμπτο του παγκόσμιου μέσου όρου.
Εκτιμάται πως για να αυξηθούν οι αποδόσεις στην Αφρική θα πρέπει να καταναλωθούν 10 φορές περισσότερα λιπάσματα. Εάν γίνει αυτό κάποιοι πιστεύουν πως η Αφρική μπορεί «πραγματικά να γίνει ο σιτοβολώνας του κόσμου, όχι μόνο για να εξασφαλίσει τη δική της επισιτιστική ασφάλεια, αλλά και για να συμβάλει στην ανακούφιση της παγκόσμιας πρόκλησης επισιτιστικής ασφάλειας».
Ο διευθυντής της αγροτικής οικονομίας τροφίμων στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) (David Laborde) αναφέρει πως αυτό είναι ένα τεράστιο έργο και προβλέπει δε, πως θα είναι μια αργή διαδικασία.
Πολλές προσπάθειες για τη μετατροπή της αφρικανικής γεωργίας ξεκινούν από τους σπόρους. Οι αγρότες της ηπείρου είναι ως επί το πλείστων παραγωγοί που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζειν ή μικρής κλίμακας, που μοχθούν σε εδάφη που ποτίζονται μόνο από τη βροχή και συχνά είναι πολύ υποβαθμισμένα. Λίγοι αγοράζουν εμπορικούς σπόρους. Αντ' αυτού, χρησιμοποιούν σπόρους από την καλλιέργεια του προηγούμενου έτους, μειώνοντας την παραγωγή αυτού του έτους και υπονομεύοντας την επισιτιστική ασφάλεια. Στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική τις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες, ο ιδιωτικός τομέας έχει χρησιμοποιήσει τη μηχανική σπόρων για να μεταμορφώσει καλλιέργειες όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι και η σόγια, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων αυτών αλλά και τα κέρδη αγροτών και επιχειρήσεων.
Από τα παραπάνω φαίνεται πως ένας συνδυασμός χρήσης βελτιωμένων σπόρων σε σχέση με την καλύτερη διαχείριση της λίπανσης των εκμεταλλεύσεων μπορεί να αυξήσει την παραγωγική ικανότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και στην Αφρική. Το πόσο γρήγορα μπορεί να συμβεί αυτό είναι μάλλον άγνωστο...